Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ντοπιολαλιά της Ηπείρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ντοπιολαλιά της Ηπείρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Ιουλίου 2012

Ντοπιολαλιά της Ηπείρου

Πρόλογος - εισαγωγικό σημείωμα


Ντοπιολαλιά.

Τι είναι η ντοπιολαλιά; Ντοπιολαλιά είναι ο προφορικός κυρίως λόγος των ανθρώπων μιας περιοχής. Με άλλα λόγια, είναι το σύνολο των εκφράσεων και λέξεων, που όλες μαζί δημιουργούν τη γλωσσική ταυτότητα, το γλωσσικό ιδίωμα, την τοπική γλωσσική ιδιομορφία κάθε περιοχής μιας χώρας.
 
 Η Εθνική Γλώσσα είναι η γλώσσα που ομιλεί ένας λαός. Διάλεκτος είναι η γεωγραφική διαφοροποίηση ευρύτερων περιοχών στη γλώσσα, που αποκλίνει από την κοινή γλώσσα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην γίνεται κατανοητή από κατοίκους άλλων γεωγραφικών περιοχών. Ιδίωμαείναι η μικρότερης εμβέλειας γλωσσική διαφοροποίηση, και μπορεί να γίνεται γενικώς κατανοητή από ομιλητές της κοινής γλώσσας. Η διάλεκτος μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα ιδιώματα. Με εξαίρεση ορισμένες διαλέκτους (Ποντιακά, Κρητικά, Κυπριακά, Τσακωνικά, Καππαδοκικά και Κατωιταλικά), η Κοινή Νεοελληνική περιλαμβάνει μόνον ιδιώματα. Αυτά χωρίζονται γενικώς σε βόρεια και νότια ιδιώματα. Στην Ήπειρο, λοιπόν, εντοπίζονται βόρεια ιδιώματα, που χαρακτηρίζονται από την προφορά του ο ως ου, του ε ως ι, καθώς και τη σίγηση του ι και του ου.
 

Ω - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


ωρέ  : μωρέ , βρε

Ψ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


ψαρονέφρ' (το): ψαχνό κρέας των σφαγίων κοντά στα νεφρά
ψαρός (ο): γκριζομάλλης
ψένου (ρ.): ψήνω
ψ'μάδ' (το): όψιμο κατσίκι ή αρνί
ψ'χούδ' (το): το ψωμάκι των μνημοσύνων

Χ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


χάβδα (επίρ.): με ανοιχτά τα πόδια
χαϊρ' (το): προκοπή
χαλεύου (ρ.): ζητάω
χαμπέρ' (το): είδηση
χλιάρ' (το): κουτάλι

Φ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


φαρσί (επίρ.): άπταιστα
φελί (το): κομμάτι πίτα
φίσκα (επίρ.): γεμάτο
φλακαράου (ρ.): φτερουγίζω

Υ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


ύψωμα (το):
ο αγιασμός της λειτουργιάς από τον Παπά κατά την ονομαστική εορτή

Τ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


τάλαρος (ο): μεγάλο κυλινδρικό ξύλινο δοχείο
ταπίστουμα (επίρ.): μπρούμυτα
τζαμάλα (η): μεγάλη φωτιά

Σ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


σάισμα (το): κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι φτιαγμένο από μαλλί τράγου
σαλαγάου (ρ.): διώχνω με φωνές τα ζώα
σάματ' (επίρ.): μήπως
σαούρα (η): μεγάλη ησυχία
σαρμανίτσα (η): κούνια μωρού

Ρ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


ράβδα (η): μεγάλη βέργα που ραβδίζουν τις καρυδιές
ραγοβύζ' (το): πιπίλα
ρακοκάζανο (το): αποστακτήρας τσίπουρου
ρακοκανάτας (ο): αυτός που πίνει πολύ τσίπουρο
ράμα (το): σκοινί που χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι για τη χάραξη ευθείας
ραμαντάν’ς (ο): ασουλούπωτος άνθρωπος

Π - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


π’κάρ’ (το): ακατέργαστο μαλλί από το κούρεμα ενός προβάτου
π’λακίδα (η): μικρή κότα που γεννάει για πρώτη φορά
π’λί (το): πουλί
π’στρώνομαι (ρ.): πλακώνω το κλινοσκέπασμα ή το φόρεμα με το σώμα μου για να μη φεύγει
π’τακώνου (ρ.): πλακώνω κάτι και τα πιέζω ώσπου να γίνει πίτα

Ο - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


οϊδίζου (ρ.): μοιάζω
ολοσούσουμος (επίθ.): με όλο του το σώμα, ολόκληρος
όμπυο (το): πύο
οντάς (ο): το επίσημο δωμάτιο
όξου (επίρ.): έξω

Ξ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


ξ’λιά (η): χτύπημα με ξύλο
ξ’λόκοτα (η): μπεκάτσα
ξάι (το): βάρος 70 οκάδων
ξακριάζω (ρ.): σκάβω το χωράφι μέχρι τις άκρες
ξαμώνου (ρ.): επιτίθεμαι
ξαν’γκρίζου (ρ.): παρακινώ

Ν - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


νείρομαι (ρ.): ονειρεύομαι, επιθυμώ
νεροφόρος (ο): διανομέας νερού για το πότισμα των χωραφιών
νευροκαβαλίκεμα (το): μυική κράμπα
νιροτρουβιά (η): νεροτριβή, τεχνητή δεξαμενή νερού σχήματος κάδου στην οποία πλένονται τα κλινοσκεπάσματα
νόμ': δώσε μου

Μ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


μ’σκάρ’ (το): μοσχάρι
μαβλάου (ρ.): φωνάζω τα ζώα
μαϊδα (η): σύκο λιασμένο
μακεδονήσι (το): μαϊντανός
μαντανία (η): μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
μαξούμ’ (το): μικρό παιδί

Λ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


λ’σιά (η): πόρτα φράχτη
λαγαρίζου (ρ.): ξεθολώνω, αφήνω καθαρό υπόλοιπο
λαγγιόλ' (το): πτυχή της φουστανέλας
λαήνα (η): στάμνα, πήλινο δοχείο
λαιμαργιά (η): στεφάνι (δερμάτινο ή ξύλινο) γύρω από το λαιμό του ζώου που οργώνει ή κουβαλάει κάτι
λάιος (επίθ.): μαύρος, γκρίζος

Κ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


κ’λούρα (η): καλαμποκίσιο ψωμί
κ’ρούνα (η): κουρούνα, κακή γυναίκα
κ’τάβ’(το): νεογέννητο σκυλί, κουτοπόνηρος άνθρωπος
κ’τσιαύτη (η): κατσίκα με μικρά αυτιά
κ’τσιούμπ’ (το): τμήμα χοντρού κορμού δέντρου

Ι - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


ίδ’σμα (το): φαγώσιμο, χρήσιμο πράγμα
ιδιάζου (ρ.): περνώ τα νήματα για ύφανση
ιδιάστρα (η): σανίδα με πολλές τρύπες από τις οποίες οι υφάντρες περνούν τα νήματα της ύφανσης για να μην μπλέκονται
ιδ’σμα (το): φαγώσιμο, χρήσιμο πράγμα
ινάτ' (το): πείσμα
ίσκνα (η): παράσιτο δέντρου που χρησίμευε σαν φυτίλι στο τσακμάκι του καπνιστή
ιτς κρίσ': καμία απάντηση
ίσκνα (η): παράσιτο δέντρου που χρησίμευε σαν φυτίλι στο τσακμάκι του καπνιστή

Θ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


θ’κάρ’ (το): θήκη του μαχαιριού
θ’μιάμα (το): λιβάνι
θαραπαύομαι (ρ.): ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι
θειάκου (η): θεία

Η - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


ήγκαιρο (το): γάλα των αιγοπροβάτων αμέσως μετά τη γέννα, κλώστρα
ήλιος ή βροχή: τρόπος επιλογής ομάδας ή «μάνας» σε παιχνίδι
ημερομήνια (τα): οι δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου των οποίων οι καιρικές συνθήκες αντιστοιχούσαν στον καιρό των επόμενων 12 μηνών

Ζ - Ντοπιολαλιά της Ηπείρου


Ζ΄λάπ' (το): άγριο ζώο
ζεύκ' (το): καλοπέραση
ζ’γός (ο): ζυγός
ζεύλα (η): καμπύλο εξάρτημα του ζυγού που μπαίνει στο λαιμό του ζώου
ζ’γώνου (ρ.): πλησιάζω