ράβδα (η): | μεγάλη βέργα που ραβδίζουν τις καρυδιές |
ραγοβύζ' (το): | πιπίλα |
ρακοκάζανο (το): | αποστακτήρας τσίπουρου |
ρακοκανάτας (ο): | αυτός που πίνει πολύ τσίπουρο |
ράμα (το): | σκοινί που χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι για τη χάραξη ευθείας |
ραμαντάν’ς (ο): | ασουλούπωτος άνθρωπος
|
ραμί (το): | παιχνίδι με τράπουλα |
ρεβά ή ριβά (επίρ.): | πλαγιαστά, λοξά |
ρέβου (ρ.): | αδυνατίζω |
ρεκάζου (ρ.): | κλαίω σπαράζοντας |
ρεκομανάου (ρ.): | κλαίω δυνατά και ασταμάτητα |
ρεμπελιάζου (ρ.): | τεμπελιάζω |
ρεμπεσκές (ο): | απεριποίητος, ακατάστατος |
ρεντζούλ’ (το): | κουρέλι |
ρ'ζαύτ' (το): | κρόταφος |
ριζίλ’ (το): | γελοιοποίηση |
ριζό (το): | πρόποδες του βουνού |
ριμ-ντιμ (): | εδώ κι εκεί |
ριμπάπ’ (το): | ξυλοκόπημα |
ρ'μάδ' (το): | ερείπιο, χάλασμα |
ρογγίζου (ρ.): | κόβω δέντρα του δάσους για να δημιουργήσω χωράφια |
ρογκάτσ’κο (το): | αρσενικό ζώο στο οποίο δεν πέτυχε ο ευνουχισμός |
ρόκα (η): | καρπός καλαμποκιάς, διχαλωτό ξύλο για το γνέσιμο του μαλλιού |
ροκιά (η): | το φυτό της καλαμποκιάς |
ροκόφ’λλο (το): | ένα από τα φύλλα που καλύπτουν τον καρπό της καλαμποκιάς |
ρουμπουέλατο (το): | κουκουνάρι του έλατου |
ρουπακιά (η): | περιοχή με χαμηλά πουρνάρια |
ρουπώνου (ρ.): | χορταίνω |
ρούσος (ο): | ξανθός |
ρουχνάου (ρ.): | ροχαλίζω |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου