ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΓΡΙΠΟ
Μια κόρη από τον Έγριπο, μια κόρ’ από τημ Πόλη
Να ταξιδέψει δεν μπορεί, να φύγει δεν νογάει,
Μον’ το γιαλό τροΰριζε, την άκρη του πελάου,
Να βρει καράβι για να μπει στην Έγριπο να πάει.
Κι ο γεμετζής της ήλεγε, κι ο γεμετζής της λέει :
«Εγώ είμαι για την Έγριπο, εγώ είμαι για την Πόλη,
Χίλια φλωριά του γεμετζή, χίλια του καπετάνου,
Κι άλλα χίλια του καραβιού γένονται τρεις χιλιάδες
Να πάει η κόρη απείραχτη να πάει με τη τιμή της»
Μισοδρομίς, μισοστρατίς, στη μέση του πελάου
Ο γεμετζής της ήλεγε νο γεμετζής της λέει:
«Κόρη μ’ για δο μας φίλημα κι αυτά τα μαύρα μάτια».
Η κόρη αραθύμωσε και βαριαναστενάζει,
«Νεγώ φλωριά σας έδωκα να πάω με την τιμή μου....»
Από τη συλλογή του ΡΕΜΠΕΛΗ η ηπειρώτικη εκδοχή ενός πανελλήνια διαδεδομένου θεματικού μοτίβου του δημοτικού μας τραγουδιού. Μεταγραφή, "ΑΠΕΙΡΟΣ", πρόγραμμα "ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ"
ΠΕΝΤΕ ΜΗΝΕΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ
Πέντε μήνες περπατούσα σε ψηλό βουνό, μωρ’ μάνα
μωρ’ μάνα κι άλλες έξι γκιζερούσα σε γιαλό γιαλό, μωρ’ μάνα.
Την αγάπη μου γυρεύω, δεν μπορώ να τ’ βρω, μωρ’ μάνα.
Σαν πηγαίνω και τη βρίσκω στα τριαντάφυλλα, μωρ’ μάνα,
πότιζε το καριοφίλι, το βασιλικό, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω μήλο και την κρούγω, δε μ’ το δέχτηκε, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω μάλαμα κι ασήμι, χαμογέλασε, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω και την αρραβώνα, με κουβέντιασε, μωρ’ μάνα.
Τραγούδι του ταξιδιού και της αγάπης από το χωριό Λούψικο στο Γράμμο και τη συλλογή "ΛΟΥΨΙΚΟ" σε επιμέλεια της ΑΓΟΡΩΣ ΤΣΙΟΥ και του ΑΛΚΗ ΡΑΠΤΗ από το σύλλογο της ΔΟΡΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ. Μεταγραφή "ΑΠΕΙΡΟΣ", ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
ΠΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ Π’ ΑΝΑΣΤΕΝΑΞΑ
Τριομερήτικος γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος
Επήγε και σκλαβώθηκε σε φράγκικο καράβι,
έπεσε ν’ αποκοιμηθεί, λίγον ύπνο να πάρει,
είδ’ όνειρο στον ύπνο του, παντρεύτ’ η καλή του
κι από τη στεναχώρια του βαριά αναστενάζει,
τόσο βαριά αναστέναξε, που στάθηκε το καράβι.
Καραβοκύρης φώναξε, ψηλά από το κατάρτι
- Ποιος είναι π’ αναστέναξε, που στάθηκε το καράβι;
Αν είν’ από τους δούλους μου, διπλά να τον πληρώσω
κι αν είναι από τους σκλάβους μου, θα τον ξελευτερώσω.
Κι ο Γιάννος ‘πολογήθηκε μέσα από το καράβι:
- Εγώ είμαι που αναστέναξα και στάθηκε το καράβι.
- Τ’ έχεις, Γιάννο, που θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Ούτε πεινώ, ούτε διψώ κι ούτε ρούχα μου λείπουν.
Είδα πεινώ, ούτε διψώ κι ούτε ρούχα μου λείπουν.
Είδα, όνειρο στον ύπνο μου, παντρεύεται η καλή μου.
- Γιάννο, για το χατίρι σου, θα σε ξελευτερώσω,
βάλε τελάλη στ΄ άλογα, σε όλα τα τσαΐρια,
ποιο είναι τ’ άξιο άλογο, το άξιο της αρέντας
τρεις μέρες το περπάτημα, τρεις ώρες να το κάμει.
Κι όσα άλογα το άκουσαν, έπεσαν να ψοφήσουν
κι όσες φοράδες τ΄ ακούσαν έπεσαν ν’ απορρίξουν.
Ένας γρίβας, παλιόγριβας, σαρανταδυοπληγιάρης:
- Εγώ είμαι τ’ άξιο τ’ άλογο, το άξιο της αρέντας.
Τρεις μήνες να είναι μακριά, τρεις ώρες θα το κάμω,
αν μ’ αβγατίσεις το νερό σαρανταπέντε κούπες,
να δέσεις τη μεσούλα σου μαζί μα τη δική μου.
Τυχαίνει λάκκος κι απηδώ, γκρεμός και πέφτεις κάτω.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, στο δρόμο που πηγαίνουν,
Παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλεί και λέει:
Είθε να βρω τη μάνα μου στη βρύση που να πλένει,
να βρω και τον πατέρα μου στ’ αμπέλι να κλαδεύει.
Κι όπως επαρακάλεσε, έτσι και τους εβρήκε.
- Καλημέρα σου μπάρμπα μου, - καλώς τον τον διαβάτη.
- Μπάρμπα, π[ου γίνεται χαρά, που γίνονται τα γλέντια;
Γιατί λαλάνε τα βιολιά και ποιανού νύφη παίρνουν;
- Στις αστραπές και στις βροντές του γιου μου χαμένου,
που χάθηκε μες στη φραγκιά, δώδεκα χρόνους τώρα,
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρει άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
- Να σφίξω ‘γω το γρίβα μου, το πού θα τους προφτάσω;
Αν είν’ ο γρίβας γρήγορος τους φτάνεις μές στο δρόμο
κι αν είν’ ο γρίβας άναρχος εκεί που στεφανώνουν.
Ο γρίβας βγήκε γρήγορος, τους πρόφτασε στο δρόμο.
- Καλημέρα συμπέθεροι, καλώς τον τον διαβάτη.
- Πως το ‘χετε στον τόπο σας τη νύφη να κεράσω;
- Εμείς στον τόπο το’ χουμε τη νύφη να κερνάμε,
άλλος γρόσια κι άλλος φλωριά και άλλος δαχτυλίδια.
Το δαχτυλίδι έβγαλε, στέκει και την κερνάει.
Η νύφη ήξερε γράμματα στέκει και το διαβάζει.
Τούτος είν’ ο αρραβώνας μου, το πρώτο μου στεφάνι,
στην αγκαλιά του ρίχτηκε, στα καπούλια τη βάνει.
- Έχετε γεια, συμπέθεροι, γαμπρέ σαν το γομάρι,
όσο να πούνε, που ‘ναι τος, πήρε σαράντα ράχες,
κι όσο να πούνε πιάστε τον, κι άλλες σαρανταπέντε.
από την έκδοση "ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ" του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ
Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ (Πέρα σ’ εκείνο το βουνό)
Πέρα σε ‘κεινο το βουνό ? μωρέ Δήμο Βλαχόπουλε,
Που ήταν ψηλό και μέγα ? κοντούλα, δεν μας κρένεις •
ν’ είχεν αντάρα στην κορφή και κατακνιά στο πάτο,
‘ς την απεκείθε τη μεργιά δυο 'δέρφια ήταν θαμμένα,
κι ανάμεσα ‘ς τα μνήματα κλήμα ήταν φυτρωμένο,
κάνει σταφύλι κόκκινο και το κρασί φαρμάκι.
Όσες μανάδες κι αν το πουν καμιά παιδί δεν κάνει•
να τόχε πιεί κ’ η μάν μου ίτσιου μη με είχε κάνει
μουν μ’ έκανε και περβατώ τες ράχες και τους κάμπους.
Τραγούδι του δρόμου, του ταξιδιού χάρη στους τελευταίους στίχους του αλλά και τον τίτλο που επινόησε ο συγγραφέας ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ.
ΠΗΓΑΙΝΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΔΡΟΜΟ
Πήγαινα το δρόμο, δρόμο
(μωρ’ κοντό ? Χάιδω, χαϊδεμένη μου).
Το στρατί το μονοπάτι
Βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο
με τα μήλα φορτωμένη.
Της εζήτησα δυο μήλα
και δε μου ‘δωσε.
Τα ‘χει ο αφέντης μετρημένα
κι η κυρά λογαριασμένα
με το δράμι ζυγιασμένα.
το γνωστότατο τραγούδι από τη συλλογή του ΝΑΤΣΗ από το ΒΑΒΟΥΡΙ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ. Μεταγραφή Λουκάς Μάκος, "ΑΠΕΙΡΟΣ"τραγούδι της αγάπης από το Λούψικο του Γράμμου, το σημερινό Κεφαλοχώρι. από τη συλλογή με τραγούδια του Λούψικου σε επιμέλεια της Αγόρως Τσίου και του Άλκη Ράφτη. παραλλαγές του συναντούμε σε όλη την Ελλάδα
ΠΕΝΤΕ ΜΗΝΕΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ
Πέντε μήνες περπατούσα σε ψηλό βουνό, μωρ’ μάνα
μωρ’ μάνα κι άλλες έξι γκιζερούσα σε γιαλό γιαλό, μωρ’ μάνα.
Την αγάπη μου γυρεύω, δεν μπορώ να τ’ βρω, μωρ’ μάνα.
Σαν πηγαίνω και τη βρίσκω στα τριαντάφυλλα, μωρ’ μάνα,
πότιζε το καριοφίλι, το βασιλικό, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω μήλο και την κρούγω, δε μ’ το δέχτηκε, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω μάλαμα κι ασήμι, χαμογέλασε, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω και την αρραβώνα, με κουβέντιασε, μωρ’ μάνα.
τραγούδι πωγωνίσιο από τη συλλογή του ΥΦΑΝΤΗ, τραγούδι για δρόμο πλωτό... "ΑΠΕΙΡΟΣ", ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ, ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΠΕΝΤΕ ΕΞΗ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
Πέντ’ έξη παλικάρια (ν) αποφασίσανε
στην ξενιτιά να πάνε να καζαντίσουνε.
Έξω μακριά απ’ την πόλη, στη μαύρη θάλασσα
καράβι κιντυνεύει, σχίζουνται τα πανιά.
- Δεν κλαίω το καράβι, δεν κλαίω τα πανιά
κλαίω τον Καπετάνιο μαζί με τα παιδιά.
Βοήθα Παναγιά μου να τα γλιτώσουμε
κι όλα σου τα καντήλια να τ’ ασημώσουμε.
ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΟΛΙΓΟ ΟΛΙΓΟ (Πολυφωνικό)
Σηκωθείτε ολίγο όλιγο,
ήρθε η ώρα για να φύγω.
Που να πάμε οι καημένοι,
που ‘μαστε καλομαθημένοι.
Στο σπιτάκι μας θα πάμε,
τηγανίτες θαλα φάμε
τηγανίτες με το μέλι,
και ρακί με πετιμέζι.
Για να δω και ν’ αποϊδω,
σαν καλύτερα είν’ εδώ.
Φέρε μας ρακί να πιούμε,
και να δεις πως θα τα πούμε.
Όχι ακριβώς του δρόμου αλλά ούτε ακριβώς καθιστικό, έτσι κι αλλιώς η ταξινόμηση των τραγουδιών είναι μια τελείως σχετική υπόθεση. πάντως το τραγούδι είναι εύγεστο σαν τηγανίτα με το μέλι και σαν ρακή με πετιμέζι! το τραγούδι έγινε γνωστό όταν δισκογραφήθηκε από το Πολυφωνικό των Κτισμάτων στο "CHANTS POLYPHONIQUES ET MUSIQUE D' EPIRE" (OCORA 1984). από τα Κτίσματα προέρχεται και η καταγραφή του- από τη συλλογή του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΤΣΙΑ "ΠΩΓΩΝΙ, ΔΕΡΟΠΟΛΗ" ("ΔΩΔΩΝΗ"). μεταγραφή στο ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
ΤΑΧΑ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΝΙΟΣ
Σάββατο μέρα πίναμε, την Κυριακή όλη μέρα.
Και τη Δευτέρα το ταχιό τέλεψε το κρασί μας.
Ο καπετάνιος, μ’ έστειλε κρασί να πάω να φέρω.
Εγώ είμαι ξένος κι έρημος, τους δρόμου δεν τους ξέρω.
Το μονοπάτι μ΄ έβγαλε σ’ ένα έρημο εκκλησάκι.
Εκεί ήταν πολλά μνήματα, όλα από παλικάρια.
Ένα μνήμα ήταν ξέχωρο, ξεχωριστό απ’ τ’ άλλα.
Δεν το ‘δα και το πάτησα απάνω στο κεφάλι.
Ακούω το μνήμα και βογκά και βαριαναστενάζει.
- Ποιος είσαι συ που με πατάς απάνω στο κεφάλι;
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, βρε νιος και παλικάρι;
Τάχα δεν επερπάτησα νύχτες δίχως φεγγάρι;
απο τη συλλογή του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ "ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ". το τραγούδι συναντιέται με το "Νύχτωσα ο μαύρος και πλάγιασα", ένα από τα αγαπημένα μας τραγούδια... ένας διάλογος με την απέκει όχθη...
ΜΗΛΙΤΣΑ, ΠΟΥ ΄ΣΑΙ ΣΤΟ ΓΚΡΕΜΟ
- Μηλίτσα, που ‘σαι στο γκρεμό, μηλίτσα, μηλίτσα.
Στα μήλα φορτωμένη, μηλίτσα, μηλίτσα.
Τα μήλα σου τα’ αρέγομαι, μηλίτσα, μηλίτσα,
μα το γκρεμό φοβάμαι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
- Αν το φοβάσαι το γκρεμό, μηλίτσα, μηλίτσα,
έλα απ’ το μονοπάτι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Το μονοπάτι μ’ έβγαλε, μηλίτσα, μηλίτσα.
σ’ ένα έρημο εκκλησάκι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Εκεί ήταν τρία μνήματα, μηλίτσα, μηλίτσα.
Τα τρία αράδα, αράδα, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Το ‘να το ξεχωριστό, μηλίτσα, μηλίτσα
ξεχωριστό από τ’ άλλα, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Δεν το είδα και το πάτησα, μηλίτσα, μηλίτσα
απάνω στο κεφάλι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Ακούω το μνήμα να βουγκάει, μηλίτσα, μηλίτσα,
και βαριαναστενάζει, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
- Ποιος είσαι συ που με πατάς, μηλίτσα, μηλίτσα
απάνω στο κεφάλι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, μηλίτσα, μηλίτσα
δεν ήμουν παλικάρι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Τάχα δεν επερπάτησα, μηλίτσα, μηλίτσα
νύχτες δίχως φεγγάρι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
το αγαπήσαμε στην Όλυμπο Καρπάθου, το ξανασυναντήσαμε στη Βόρειο Ήπειρο, εδώ από τη συλλογή του δασκάλου ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ που το Ιόνιο Πανεπιστήμιο εξέδωσε στις εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ, συνοδευόμενο από δύο δίσκους ακτίνας. η θεματική του τραγουδιού συνδέει πλήθος παραλλαγών του από όλη την Ελλάδα.
ΜΗΛΙΤΣΑ
Μηλί-, βάι μηλίτσα που ‘σαι στο γκρεμό
μηλίτσα που ‘σαι στο γκρεμό με μήλα φορτωμένη
τα μη-, βάι τα μήλα σου λιμπίστηκα και το γκρεμό φοβάμαι.
Κι αν το, βάι κι αν τον φοβάσαι το γκρεμό
κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό έλα απ΄ το μονοπάτι
να σε, βάι να σε χορτάσω με γλυκά
να σε χορτάσω με γλυκά και ζαχαρένια μήλα.
το αγαπήσαμε πολύ αυτό το τραγούδι στην παραλλαγή του στην Όλυμπο της Καρπάθου οπότε όποτε το συναντάμε θα επιστρέφουμε σε αυτό... εδώ η παραλλαγή του που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή των ΦΩΤΙΟΥ, ΛΥΤΗ "ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ" εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ. τούτο το βιβλίο συμβουλευόμαστε συχνά στις συναυλίες της "ΧΑΟΝΙΑΣ" , σαν ένα από τα πιο αγαπημένα.
Ο ΕΚΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΥΙΟΣ
Όλοι μ’ έδιωχναν από το σπιτικό μου,
ως κ’ η μάνα μου με διώχνει, δε με θέλει•
πήρα το στρατί, πήρα το μονοπάτι,
βρίσκω ένα δεντρί, το λεν κυπαρίσσι•
- Δέντρο μου ψηλό, καλό μου κυπαρίσσι•
που να βραδιαστώ, που ν’ απομείνω απόψε!
- Για οι κλώνοι μου, κρέμασε τ’ άρματά σου,
για κ’ οι ρίζες μου και δέσε τ’ άλογό σου•
πέσε πλάγιασε, πέσε γλυκοκοιμίσου,
σήκου το πουρνό και πλήρωσε το νοίκι,
δυο σταμνιά νερό ‘ς τες ρίζες μου να χύσεις.
Ως και το δεντρί το νοίκι μου γυρεύει!
και τούτο το τραγούδι, όπως η μηλίτσα των γκρεμνών, απαντώνται σε παραλλαγές και στην Ήπειρο και στην Κάρπαθο, τις δύο απολήξεις του ελλαδικού δωρικού τόξου. ας θυμηθούμε τον χαρακτρισμό της ανημίτονης πεντατονικής κλίμακας των πολυφωνικών τραγουδιών ως κατεξοχήν δώριας αρμονίας. η παραλλαγή αυτή και ο επινοημένος τίτλος της προέρχονται από τη συλλογή του ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ.
ΟΝΕΙΡΟ (Στα τρία)
Ψες είδα στ’ όνειρό μου, ήλιε μου, ήλιε μου,
στον ύπνο που κοιμόμουν, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Τον άγγελο εφίλευα, ήλιε μου, ήλιε μου,
και τον Χριστό κερνούσα, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Και την κυρά την Παναγιά, ήλιε μου, ήλιε μου,
πολύ την προσκυνούσα, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Να μου χαρίσει τα κλειδιά, ήλιε μου, ήλιε μου,
κλειδιά του παραδείσου, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Να δω τους πλούσιους πως περνούν, ήλιε μου, ήλιε μου,
να δω και την εφτώχια, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Οι πλούσιοι εκάθονταν, ήλιε μου, ήλιε μου,
στη θεία καταδίκη, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Και οι φτωχοί εκάθονταν, ήλιε μου, ήλιε μου,
στον ήλιο στο προσήλιο. φεγγάρι μου φεγγάρι.
αν το όνειρο είναι ένας δρόμος απερπάτητος τούτο θα μπορούσε να είναι ένα ονειρικό τραγούδι του δρόμου με σαφείς ταξικές αναφορές και μια επανάπαυση ως προς την ηθική δικαίωση της απέναντι όχθης... από το βιβλίο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΤΣΙΑ, ένα ερέθισμα να ιχνηλατήσουμε τα όνειρα των τραγουδιών. θα επανέλθουμε...
Ο ΞΕΝΟΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Πέντε χρόνους περβατούσα,
- μωρ’ Βασιλική•
σε βουνό μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
κι άλλους δέκα γκιζερούσα,
- μωρ’ Βασιλική•
στο γιαλό, γιαλό μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
την αγάπη μου γυρεύω,
- μωρ’ Βασιλική•
να την εύρω δεν μπορώ,
- καπετάν Βασιλική•
μες στο γκιούλ-μπαχτσέ, την ηύρα,
- μωρ’ Βασιλική•
σαν τρανταφυλλιά μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
μαστραπά βαστά, μουρή,
- μωρ’ Βασιλική•
με το κρύο νερό μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
σήκωσε τα δυο της μάτια,
- μωρ’ Βασιλική•
και μ’ ατήραξε, μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
κι άνοιξε τα δυο της χείλια,
- μωρ’ Βασιλική•
και μου μίλησε, μουρή,
- καπετάν Βασιλική.
- Που ήσουν ξένε μ’ τον χειμώνα,
- μωρ’ Βασιλική•
όντας κρύωνα μουρή,
- καπετάν Βασιλική.
- Ξένος ήμουν ο καημένος,
- μωρ’ Βασιλική•
ξενοδούλευα, μουρή
- καπετάν Βασιλική•
κι όσα κι αν εκαζαντούσα,
- μωρ’ Βασιλική•
‘σένα τάστελνα, μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
πόστειλα γυαλί και χτένι,
- μωρ’ Βασιλική•
να γυαλίζεσαι, μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
μια κυρά Βασιλική σε ένα τραγούδι με πέντε χρόνια δρόμους... το περβατώ αντί του περπατώ συναντάται συνηθέστερα στα τραγούδια μας, ιδιαίτερα στο Πωγώνι. ένα τέτοιο πολυφωνικό τραγούδι που συχνά το θυμόμαστε το ακούσαμε κάποτε από τα Κτίσματα και ξεκινά : "όλη τη νύχτα περβατώ μένα κορίτσι αντάμα". τούτο το τραγούδι το συναντήσαμε στη συλλογή του Χασιώτη που δείχνει πιστή στην προφορική φύση της παράδοσης όταν καταγράφει το μωρή ως μουρή...
Ο ΕΡΩΜΕΝΟΣ (Το χιόνι, χιόνι πήγαινα)
Το χιόνι, χιόνι πήγαινα, μωρή Ρωμιά
και κρούσταλλα τσακίζω, μωρή Ρωμιά
βάτους κι αγκάθια πάτησα, όσου να σ' αγαπήσω,
και τώρα που σ’ αγάπησα πως να σε λησμονήσω!
εσύ ‘σαι για την τσέπη μου φλωρένια ταμπακέλα.
o ...πρόγονος του πολυφωνικού τραγουδιού "ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ ΧΙΟΝΙΑ ΠΗΓΑΙΝΑ" που ακούμε συχνά από πολυφωνικούς όμίλους του Άνω Πωγωνίου. είναι ωραίο να μπορούμε μέσα από τις παλαιότερες συλλογές - όπως η παρούσα του ΧΑΣΙΩΤΗ- να μπορούμε να εικάσουμε για την εξέλιξη των τραγουδιών στο χρόνο...
ΠΗΓΗ: Polyphonic.gr
Μια κόρη από τον Έγριπο, μια κόρ’ από τημ Πόλη
Να ταξιδέψει δεν μπορεί, να φύγει δεν νογάει,
Μον’ το γιαλό τροΰριζε, την άκρη του πελάου,
Να βρει καράβι για να μπει στην Έγριπο να πάει.
Κι ο γεμετζής της ήλεγε, κι ο γεμετζής της λέει :
«Εγώ είμαι για την Έγριπο, εγώ είμαι για την Πόλη,
Χίλια φλωριά του γεμετζή, χίλια του καπετάνου,
Κι άλλα χίλια του καραβιού γένονται τρεις χιλιάδες
Να πάει η κόρη απείραχτη να πάει με τη τιμή της»
Μισοδρομίς, μισοστρατίς, στη μέση του πελάου
Ο γεμετζής της ήλεγε νο γεμετζής της λέει:
«Κόρη μ’ για δο μας φίλημα κι αυτά τα μαύρα μάτια».
Η κόρη αραθύμωσε και βαριαναστενάζει,
«Νεγώ φλωριά σας έδωκα να πάω με την τιμή μου....»
Από τη συλλογή του ΡΕΜΠΕΛΗ η ηπειρώτικη εκδοχή ενός πανελλήνια διαδεδομένου θεματικού μοτίβου του δημοτικού μας τραγουδιού. Μεταγραφή, "ΑΠΕΙΡΟΣ", πρόγραμμα "ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ"
ΠΕΝΤΕ ΜΗΝΕΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ
Πέντε μήνες περπατούσα σε ψηλό βουνό, μωρ’ μάνα
μωρ’ μάνα κι άλλες έξι γκιζερούσα σε γιαλό γιαλό, μωρ’ μάνα.
Την αγάπη μου γυρεύω, δεν μπορώ να τ’ βρω, μωρ’ μάνα.
Σαν πηγαίνω και τη βρίσκω στα τριαντάφυλλα, μωρ’ μάνα,
πότιζε το καριοφίλι, το βασιλικό, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω μήλο και την κρούγω, δε μ’ το δέχτηκε, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω μάλαμα κι ασήμι, χαμογέλασε, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω και την αρραβώνα, με κουβέντιασε, μωρ’ μάνα.
Τραγούδι του ταξιδιού και της αγάπης από το χωριό Λούψικο στο Γράμμο και τη συλλογή "ΛΟΥΨΙΚΟ" σε επιμέλεια της ΑΓΟΡΩΣ ΤΣΙΟΥ και του ΑΛΚΗ ΡΑΠΤΗ από το σύλλογο της ΔΟΡΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ. Μεταγραφή "ΑΠΕΙΡΟΣ", ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
ΠΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ Π’ ΑΝΑΣΤΕΝΑΞΑ
Τριομερήτικος γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος
Επήγε και σκλαβώθηκε σε φράγκικο καράβι,
έπεσε ν’ αποκοιμηθεί, λίγον ύπνο να πάρει,
είδ’ όνειρο στον ύπνο του, παντρεύτ’ η καλή του
κι από τη στεναχώρια του βαριά αναστενάζει,
τόσο βαριά αναστέναξε, που στάθηκε το καράβι.
Καραβοκύρης φώναξε, ψηλά από το κατάρτι
- Ποιος είναι π’ αναστέναξε, που στάθηκε το καράβι;
Αν είν’ από τους δούλους μου, διπλά να τον πληρώσω
κι αν είναι από τους σκλάβους μου, θα τον ξελευτερώσω.
Κι ο Γιάννος ‘πολογήθηκε μέσα από το καράβι:
- Εγώ είμαι που αναστέναξα και στάθηκε το καράβι.
- Τ’ έχεις, Γιάννο, που θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Ούτε πεινώ, ούτε διψώ κι ούτε ρούχα μου λείπουν.
Είδα πεινώ, ούτε διψώ κι ούτε ρούχα μου λείπουν.
Είδα, όνειρο στον ύπνο μου, παντρεύεται η καλή μου.
- Γιάννο, για το χατίρι σου, θα σε ξελευτερώσω,
βάλε τελάλη στ΄ άλογα, σε όλα τα τσαΐρια,
ποιο είναι τ’ άξιο άλογο, το άξιο της αρέντας
τρεις μέρες το περπάτημα, τρεις ώρες να το κάμει.
Κι όσα άλογα το άκουσαν, έπεσαν να ψοφήσουν
κι όσες φοράδες τ΄ ακούσαν έπεσαν ν’ απορρίξουν.
Ένας γρίβας, παλιόγριβας, σαρανταδυοπληγιάρης:
- Εγώ είμαι τ’ άξιο τ’ άλογο, το άξιο της αρέντας.
Τρεις μήνες να είναι μακριά, τρεις ώρες θα το κάμω,
αν μ’ αβγατίσεις το νερό σαρανταπέντε κούπες,
να δέσεις τη μεσούλα σου μαζί μα τη δική μου.
Τυχαίνει λάκκος κι απηδώ, γκρεμός και πέφτεις κάτω.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, στο δρόμο που πηγαίνουν,
Παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλεί και λέει:
Είθε να βρω τη μάνα μου στη βρύση που να πλένει,
να βρω και τον πατέρα μου στ’ αμπέλι να κλαδεύει.
Κι όπως επαρακάλεσε, έτσι και τους εβρήκε.
- Καλημέρα σου μπάρμπα μου, - καλώς τον τον διαβάτη.
- Μπάρμπα, π[ου γίνεται χαρά, που γίνονται τα γλέντια;
Γιατί λαλάνε τα βιολιά και ποιανού νύφη παίρνουν;
- Στις αστραπές και στις βροντές του γιου μου χαμένου,
που χάθηκε μες στη φραγκιά, δώδεκα χρόνους τώρα,
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρει άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
- Να σφίξω ‘γω το γρίβα μου, το πού θα τους προφτάσω;
Αν είν’ ο γρίβας γρήγορος τους φτάνεις μές στο δρόμο
κι αν είν’ ο γρίβας άναρχος εκεί που στεφανώνουν.
Ο γρίβας βγήκε γρήγορος, τους πρόφτασε στο δρόμο.
- Καλημέρα συμπέθεροι, καλώς τον τον διαβάτη.
- Πως το ‘χετε στον τόπο σας τη νύφη να κεράσω;
- Εμείς στον τόπο το’ χουμε τη νύφη να κερνάμε,
άλλος γρόσια κι άλλος φλωριά και άλλος δαχτυλίδια.
Το δαχτυλίδι έβγαλε, στέκει και την κερνάει.
Η νύφη ήξερε γράμματα στέκει και το διαβάζει.
Τούτος είν’ ο αρραβώνας μου, το πρώτο μου στεφάνι,
στην αγκαλιά του ρίχτηκε, στα καπούλια τη βάνει.
- Έχετε γεια, συμπέθεροι, γαμπρέ σαν το γομάρι,
όσο να πούνε, που ‘ναι τος, πήρε σαράντα ράχες,
κι όσο να πούνε πιάστε τον, κι άλλες σαρανταπέντε.
από την έκδοση "ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ" του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ
Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ (Πέρα σ’ εκείνο το βουνό)
Πέρα σε ‘κεινο το βουνό ? μωρέ Δήμο Βλαχόπουλε,
Που ήταν ψηλό και μέγα ? κοντούλα, δεν μας κρένεις •
ν’ είχεν αντάρα στην κορφή και κατακνιά στο πάτο,
‘ς την απεκείθε τη μεργιά δυο 'δέρφια ήταν θαμμένα,
κι ανάμεσα ‘ς τα μνήματα κλήμα ήταν φυτρωμένο,
κάνει σταφύλι κόκκινο και το κρασί φαρμάκι.
Όσες μανάδες κι αν το πουν καμιά παιδί δεν κάνει•
να τόχε πιεί κ’ η μάν μου ίτσιου μη με είχε κάνει
μουν μ’ έκανε και περβατώ τες ράχες και τους κάμπους.
Τραγούδι του δρόμου, του ταξιδιού χάρη στους τελευταίους στίχους του αλλά και τον τίτλο που επινόησε ο συγγραφέας ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ.
ΠΗΓΑΙΝΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΔΡΟΜΟ
Πήγαινα το δρόμο, δρόμο
(μωρ’ κοντό ? Χάιδω, χαϊδεμένη μου).
Το στρατί το μονοπάτι
Βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο
με τα μήλα φορτωμένη.
Της εζήτησα δυο μήλα
και δε μου ‘δωσε.
Τα ‘χει ο αφέντης μετρημένα
κι η κυρά λογαριασμένα
με το δράμι ζυγιασμένα.
το γνωστότατο τραγούδι από τη συλλογή του ΝΑΤΣΗ από το ΒΑΒΟΥΡΙ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ. Μεταγραφή Λουκάς Μάκος, "ΑΠΕΙΡΟΣ"τραγούδι της αγάπης από το Λούψικο του Γράμμου, το σημερινό Κεφαλοχώρι. από τη συλλογή με τραγούδια του Λούψικου σε επιμέλεια της Αγόρως Τσίου και του Άλκη Ράφτη. παραλλαγές του συναντούμε σε όλη την Ελλάδα
ΠΕΝΤΕ ΜΗΝΕΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ
Πέντε μήνες περπατούσα σε ψηλό βουνό, μωρ’ μάνα
μωρ’ μάνα κι άλλες έξι γκιζερούσα σε γιαλό γιαλό, μωρ’ μάνα.
Την αγάπη μου γυρεύω, δεν μπορώ να τ’ βρω, μωρ’ μάνα.
Σαν πηγαίνω και τη βρίσκω στα τριαντάφυλλα, μωρ’ μάνα,
πότιζε το καριοφίλι, το βασιλικό, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω μήλο και την κρούγω, δε μ’ το δέχτηκε, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω μάλαμα κι ασήμι, χαμογέλασε, μωρ’ μάνα.
Ρίχνω και την αρραβώνα, με κουβέντιασε, μωρ’ μάνα.
τραγούδι πωγωνίσιο από τη συλλογή του ΥΦΑΝΤΗ, τραγούδι για δρόμο πλωτό... "ΑΠΕΙΡΟΣ", ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ, ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΠΕΝΤΕ ΕΞΗ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
Πέντ’ έξη παλικάρια (ν) αποφασίσανε
στην ξενιτιά να πάνε να καζαντίσουνε.
Έξω μακριά απ’ την πόλη, στη μαύρη θάλασσα
καράβι κιντυνεύει, σχίζουνται τα πανιά.
- Δεν κλαίω το καράβι, δεν κλαίω τα πανιά
κλαίω τον Καπετάνιο μαζί με τα παιδιά.
Βοήθα Παναγιά μου να τα γλιτώσουμε
κι όλα σου τα καντήλια να τ’ ασημώσουμε.
ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΟΛΙΓΟ ΟΛΙΓΟ (Πολυφωνικό)
Σηκωθείτε ολίγο όλιγο,
ήρθε η ώρα για να φύγω.
Που να πάμε οι καημένοι,
που ‘μαστε καλομαθημένοι.
Στο σπιτάκι μας θα πάμε,
τηγανίτες θαλα φάμε
τηγανίτες με το μέλι,
και ρακί με πετιμέζι.
Για να δω και ν’ αποϊδω,
σαν καλύτερα είν’ εδώ.
Φέρε μας ρακί να πιούμε,
και να δεις πως θα τα πούμε.
Όχι ακριβώς του δρόμου αλλά ούτε ακριβώς καθιστικό, έτσι κι αλλιώς η ταξινόμηση των τραγουδιών είναι μια τελείως σχετική υπόθεση. πάντως το τραγούδι είναι εύγεστο σαν τηγανίτα με το μέλι και σαν ρακή με πετιμέζι! το τραγούδι έγινε γνωστό όταν δισκογραφήθηκε από το Πολυφωνικό των Κτισμάτων στο "CHANTS POLYPHONIQUES ET MUSIQUE D' EPIRE" (OCORA 1984). από τα Κτίσματα προέρχεται και η καταγραφή του- από τη συλλογή του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΤΣΙΑ "ΠΩΓΩΝΙ, ΔΕΡΟΠΟΛΗ" ("ΔΩΔΩΝΗ"). μεταγραφή στο ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
ΤΑΧΑ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΝΙΟΣ
Σάββατο μέρα πίναμε, την Κυριακή όλη μέρα.
Και τη Δευτέρα το ταχιό τέλεψε το κρασί μας.
Ο καπετάνιος, μ’ έστειλε κρασί να πάω να φέρω.
Εγώ είμαι ξένος κι έρημος, τους δρόμου δεν τους ξέρω.
Το μονοπάτι μ΄ έβγαλε σ’ ένα έρημο εκκλησάκι.
Εκεί ήταν πολλά μνήματα, όλα από παλικάρια.
Ένα μνήμα ήταν ξέχωρο, ξεχωριστό απ’ τ’ άλλα.
Δεν το ‘δα και το πάτησα απάνω στο κεφάλι.
Ακούω το μνήμα και βογκά και βαριαναστενάζει.
- Ποιος είσαι συ που με πατάς απάνω στο κεφάλι;
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, βρε νιος και παλικάρι;
Τάχα δεν επερπάτησα νύχτες δίχως φεγγάρι;
απο τη συλλογή του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ "ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ". το τραγούδι συναντιέται με το "Νύχτωσα ο μαύρος και πλάγιασα", ένα από τα αγαπημένα μας τραγούδια... ένας διάλογος με την απέκει όχθη...
ΜΗΛΙΤΣΑ, ΠΟΥ ΄ΣΑΙ ΣΤΟ ΓΚΡΕΜΟ
- Μηλίτσα, που ‘σαι στο γκρεμό, μηλίτσα, μηλίτσα.
Στα μήλα φορτωμένη, μηλίτσα, μηλίτσα.
Τα μήλα σου τα’ αρέγομαι, μηλίτσα, μηλίτσα,
μα το γκρεμό φοβάμαι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
- Αν το φοβάσαι το γκρεμό, μηλίτσα, μηλίτσα,
έλα απ’ το μονοπάτι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Το μονοπάτι μ’ έβγαλε, μηλίτσα, μηλίτσα.
σ’ ένα έρημο εκκλησάκι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Εκεί ήταν τρία μνήματα, μηλίτσα, μηλίτσα.
Τα τρία αράδα, αράδα, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Το ‘να το ξεχωριστό, μηλίτσα, μηλίτσα
ξεχωριστό από τ’ άλλα, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Δεν το είδα και το πάτησα, μηλίτσα, μηλίτσα
απάνω στο κεφάλι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Ακούω το μνήμα να βουγκάει, μηλίτσα, μηλίτσα,
και βαριαναστενάζει, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
- Ποιος είσαι συ που με πατάς, μηλίτσα, μηλίτσα
απάνω στο κεφάλι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, μηλίτσα, μηλίτσα
δεν ήμουν παλικάρι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Τάχα δεν επερπάτησα, μηλίτσα, μηλίτσα
νύχτες δίχως φεγγάρι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
το αγαπήσαμε στην Όλυμπο Καρπάθου, το ξανασυναντήσαμε στη Βόρειο Ήπειρο, εδώ από τη συλλογή του δασκάλου ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ που το Ιόνιο Πανεπιστήμιο εξέδωσε στις εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ, συνοδευόμενο από δύο δίσκους ακτίνας. η θεματική του τραγουδιού συνδέει πλήθος παραλλαγών του από όλη την Ελλάδα.
ΜΗΛΙΤΣΑ
Μηλί-, βάι μηλίτσα που ‘σαι στο γκρεμό
μηλίτσα που ‘σαι στο γκρεμό με μήλα φορτωμένη
τα μη-, βάι τα μήλα σου λιμπίστηκα και το γκρεμό φοβάμαι.
Κι αν το, βάι κι αν τον φοβάσαι το γκρεμό
κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό έλα απ΄ το μονοπάτι
να σε, βάι να σε χορτάσω με γλυκά
να σε χορτάσω με γλυκά και ζαχαρένια μήλα.
το αγαπήσαμε πολύ αυτό το τραγούδι στην παραλλαγή του στην Όλυμπο της Καρπάθου οπότε όποτε το συναντάμε θα επιστρέφουμε σε αυτό... εδώ η παραλλαγή του που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή των ΦΩΤΙΟΥ, ΛΥΤΗ "ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ" εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ. τούτο το βιβλίο συμβουλευόμαστε συχνά στις συναυλίες της "ΧΑΟΝΙΑΣ" , σαν ένα από τα πιο αγαπημένα.
Ο ΕΚΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΥΙΟΣ
Όλοι μ’ έδιωχναν από το σπιτικό μου,
ως κ’ η μάνα μου με διώχνει, δε με θέλει•
πήρα το στρατί, πήρα το μονοπάτι,
βρίσκω ένα δεντρί, το λεν κυπαρίσσι•
- Δέντρο μου ψηλό, καλό μου κυπαρίσσι•
που να βραδιαστώ, που ν’ απομείνω απόψε!
- Για οι κλώνοι μου, κρέμασε τ’ άρματά σου,
για κ’ οι ρίζες μου και δέσε τ’ άλογό σου•
πέσε πλάγιασε, πέσε γλυκοκοιμίσου,
σήκου το πουρνό και πλήρωσε το νοίκι,
δυο σταμνιά νερό ‘ς τες ρίζες μου να χύσεις.
Ως και το δεντρί το νοίκι μου γυρεύει!
και τούτο το τραγούδι, όπως η μηλίτσα των γκρεμνών, απαντώνται σε παραλλαγές και στην Ήπειρο και στην Κάρπαθο, τις δύο απολήξεις του ελλαδικού δωρικού τόξου. ας θυμηθούμε τον χαρακτρισμό της ανημίτονης πεντατονικής κλίμακας των πολυφωνικών τραγουδιών ως κατεξοχήν δώριας αρμονίας. η παραλλαγή αυτή και ο επινοημένος τίτλος της προέρχονται από τη συλλογή του ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ.
ΟΝΕΙΡΟ (Στα τρία)
Ψες είδα στ’ όνειρό μου, ήλιε μου, ήλιε μου,
στον ύπνο που κοιμόμουν, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Τον άγγελο εφίλευα, ήλιε μου, ήλιε μου,
και τον Χριστό κερνούσα, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Και την κυρά την Παναγιά, ήλιε μου, ήλιε μου,
πολύ την προσκυνούσα, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Να μου χαρίσει τα κλειδιά, ήλιε μου, ήλιε μου,
κλειδιά του παραδείσου, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Να δω τους πλούσιους πως περνούν, ήλιε μου, ήλιε μου,
να δω και την εφτώχια, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Οι πλούσιοι εκάθονταν, ήλιε μου, ήλιε μου,
στη θεία καταδίκη, φεγγάρι μου φεγγάρι.
Και οι φτωχοί εκάθονταν, ήλιε μου, ήλιε μου,
στον ήλιο στο προσήλιο. φεγγάρι μου φεγγάρι.
αν το όνειρο είναι ένας δρόμος απερπάτητος τούτο θα μπορούσε να είναι ένα ονειρικό τραγούδι του δρόμου με σαφείς ταξικές αναφορές και μια επανάπαυση ως προς την ηθική δικαίωση της απέναντι όχθης... από το βιβλίο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΤΣΙΑ, ένα ερέθισμα να ιχνηλατήσουμε τα όνειρα των τραγουδιών. θα επανέλθουμε...
Ο ΞΕΝΟΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Πέντε χρόνους περβατούσα,
- μωρ’ Βασιλική•
σε βουνό μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
κι άλλους δέκα γκιζερούσα,
- μωρ’ Βασιλική•
στο γιαλό, γιαλό μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
την αγάπη μου γυρεύω,
- μωρ’ Βασιλική•
να την εύρω δεν μπορώ,
- καπετάν Βασιλική•
μες στο γκιούλ-μπαχτσέ, την ηύρα,
- μωρ’ Βασιλική•
σαν τρανταφυλλιά μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
μαστραπά βαστά, μουρή,
- μωρ’ Βασιλική•
με το κρύο νερό μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
σήκωσε τα δυο της μάτια,
- μωρ’ Βασιλική•
και μ’ ατήραξε, μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
κι άνοιξε τα δυο της χείλια,
- μωρ’ Βασιλική•
και μου μίλησε, μουρή,
- καπετάν Βασιλική.
- Που ήσουν ξένε μ’ τον χειμώνα,
- μωρ’ Βασιλική•
όντας κρύωνα μουρή,
- καπετάν Βασιλική.
- Ξένος ήμουν ο καημένος,
- μωρ’ Βασιλική•
ξενοδούλευα, μουρή
- καπετάν Βασιλική•
κι όσα κι αν εκαζαντούσα,
- μωρ’ Βασιλική•
‘σένα τάστελνα, μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
πόστειλα γυαλί και χτένι,
- μωρ’ Βασιλική•
να γυαλίζεσαι, μουρή,
- καπετάν Βασιλική•
μια κυρά Βασιλική σε ένα τραγούδι με πέντε χρόνια δρόμους... το περβατώ αντί του περπατώ συναντάται συνηθέστερα στα τραγούδια μας, ιδιαίτερα στο Πωγώνι. ένα τέτοιο πολυφωνικό τραγούδι που συχνά το θυμόμαστε το ακούσαμε κάποτε από τα Κτίσματα και ξεκινά : "όλη τη νύχτα περβατώ μένα κορίτσι αντάμα". τούτο το τραγούδι το συναντήσαμε στη συλλογή του Χασιώτη που δείχνει πιστή στην προφορική φύση της παράδοσης όταν καταγράφει το μωρή ως μουρή...
Ο ΕΡΩΜΕΝΟΣ (Το χιόνι, χιόνι πήγαινα)
Το χιόνι, χιόνι πήγαινα, μωρή Ρωμιά
και κρούσταλλα τσακίζω, μωρή Ρωμιά
βάτους κι αγκάθια πάτησα, όσου να σ' αγαπήσω,
και τώρα που σ’ αγάπησα πως να σε λησμονήσω!
εσύ ‘σαι για την τσέπη μου φλωρένια ταμπακέλα.
o ...πρόγονος του πολυφωνικού τραγουδιού "ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ ΧΙΟΝΙΑ ΠΗΓΑΙΝΑ" που ακούμε συχνά από πολυφωνικούς όμίλους του Άνω Πωγωνίου. είναι ωραίο να μπορούμε μέσα από τις παλαιότερες συλλογές - όπως η παρούσα του ΧΑΣΙΩΤΗ- να μπορούμε να εικάσουμε για την εξέλιξη των τραγουδιών στο χρόνο...
ΠΗΓΗ: Polyphonic.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου