-5-ποιηματα-
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΠΟΛΗ
- Τα αφιερώνω στην γενέτειρα μου-
ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ
Στην αυγή αντίκρισα τα μάτια του χωριού μου
Αρμένιζαν μέσα σε ένα κρύσταλλο ρυάκι ευτυχία
Το λησμονιάρη αεράκι μου έριξε στους πλάτες
Μια γαλάζια έμορφη μανδύα
Οι πλαγιές, σαν καλές νιφάδες, σηκώθηκαν νωρίς
Μου έπλυναν το πρόσωπο με δροσοσταλιά
Τα λουλούδια ήρθαν με το άρωμα στο χέρι
Να μου ραντίσουν γκούσια και μαλλιά
Τα λουλούδια της σφάκας με κάλεσαν για να γευτώ
Μερικές σταγόνες μέλι από το στήθος του
Χαμογελούν αυτές οι τσαχπίνες και μου θυμίζουν
Πως τα ρουφούσα όταν ήμουν μικρός.
Εσύ καρδιά μου θα το νιώσεις αυτό το σπάνιο άρωμα
Όταν θα έρθεις απόψε να με φιλήσεις με λαχτάρα
Δεν είναι αυτό που συνήθισες στα ραντεβού μας
Τα λουλούδια του χωριό μου, μου το βάλανε
Ίσως ετούτο το φιλί να κρατήσει πιο πολύ, το ξέρεις
Θα φουντώσει η ψυχή σου σαν ένα παράξενο μεθύσι
Θα τρέξουν τα λουλούδια να σου ρίξουν άσπρα πέταλα
Και εσύ , θέα , να περπατάς στο παράδεισο
ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΩ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ‘ΑΝΟΙΞΗ’
Γράφω την λέξη ‘Άνοιξη’ στο μαύρο πίνακα
Χαμογελούν οι μαθητές…
Τα γράμματα ζωγραφίζουν το πορτρέτο σου
Εγώ βλέπω εσένα
Βλέπω τα μάτια σου
Βλέπω το αεράκι να ανεμίζει τα μαλλιά σου
Βλέπω τα χείλη σου να μπουμπουκιάζουν
Με ρόδινο χρώμα.
Σχημάτισε πρόταση με την λέξη ‘άνοιξη’
Τα μάτια της..
Δάσκαλε η άνοιξη δεν…
Τα χάνω… ύστερα..
Η άνοιξη έχει μάτια.
Είναι η γλυκιά αυγή του Απρίλιου
Είναι οι χρωματιστές λαμπάδες της δροσιάς
Είναι οι μαργαρίτες που γελούν
Στο πράσινο φουστάνι του λιβαδιού.
Χαμογελούν οι μαθητές…
Τα χείλη της …
Δάσκαλε, η άνοιξη δεν …
Τα χάνω …ύστερα..
Η άνοιξη έχει χείλη
Είναι τα μπουμπούκια των κόκκινων τριανταφυλλιών
Είναι τα χρυσά ηλιοβασιλέματα
Είναι τα τρυφερά βλαστάρια
Είναι το γέλιο της αυγής
Χαμογελούν οι μαθητές..
Τα μαλλιά της..
Δάσκαλε , η άνοιξη δεν ..
Τα χάνω.. ύστερα..
Η άνοιξη έχει μαλλιά
Είναι τα λιανοτσακιστά κύματα, της θάλασσας
Που παίζουν χαρούμενα με τον ήλιο
Είναι τα κατσαρά μαλλιά του δάσους
Που σαν τρελά χορεύουν με το αεράκι
Και σφυρίζουν με το τιτίβισμα του αηδονιού.
Ο πρόλοβος της..
Δάσκαλε, η άνοιξη δεν…
Τα χάνω …ύστερα..
Η άνοιξη έχει πρόλοβος
Είναι η χιονάτη πρόλοβος των περιστεριών
Είναι το γελαστό πρωί του Μαΐου
Είναι το άσπρο λουλούδι της μηλιάς..
Χαμογελούν οι μαθητές..
Γράφω την λέξη ‘άνοιξη’
Και τα γράμματα γίνονται τα μάτια σου
Τρίβω την άσπρη κιμωλία
Αυτή γίνεται ο πρόλοβος σου
Και το ήχος της λέξης
Τα χείλη σου.
ΣΕ ΕΙΔΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Στο όνειρο σε είδα εψές
Και άθελα φώναξα το όνομά σου
Την απόσταση από σένα την τύλιξα στην απαλάμη
Αχ, πόσο γρήγορα εσύ καλή μου, ήρθες κοντά μου
Το πρόσωπο σου άγγιξε γλυκύτατα το πρόσωπο μου
Και τα χείλη, τα διψασμένα χείλη, μπήκαν σε πειρασμό
Στο όνειρο σε είδα εψές
Και από χαρά φώναξα το όνομά σου
Την απόσταση από σένα την τύλιξα στην απαλάμη
Αχ, πόσο γρήγορα εσύ καλή μου, ήρθες κοντά μου
Ο πόνος αγκαλιά, και τα μάτια μας ένα καΐκι έγιναν
Ζευγαρωτά αρμενίζουν τώρα στον γαλάζιο ωκεανό
Στο όνειρο σε είδα εψές
Και από πόνο φώναξα το όνομά σου
Την απόσταση από σένα την τύλιξα στην απαλάμη
Αχ, πόσο γρήγορα εσύ καλή μου, ήρθες κοντά μου
Σε μια φωλιά οι καρδιές, σαν πουλιά να ζεσταθούν
Μετά πιασμένοι χέρι -χέρι, μια βόλτα στο παράδεισο
Στο όνειρο σε είδα εψές
Και ξύπνησα με ανεμίσματα στην καρδιά
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΠΛΕΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΒΡΥΣΗ
Στην πρώτη αυγή του Μαΐου
Το χωριό μου πάει στην παλιά του βρύση
Με ένα καταπράσινο, όμορφο κοστούμι
Κομψό, ωραίο.
Στο χέρι μια τούφα φασκόμηλο με γαλάζια λουλούδια
Να πλυθεί.
Έτρεξε από την καρδιά του βουνού το άγιο νεράκι.
Χαροποιείται να του δροσίσει το μέτωπο και τα χείλη
Του έδωσε την κίτρινη πετσέτα των πλαγιών
Να σκουπίσει το πρόσωπο
Και με άρωμα
Από γαλάζιο σαμπουάν του φασκόμηλου
Το ράντισε.
Μετά, η βρύση , του γύρισε το πρόσωπο προς τον ήλιο
Είδε ίχνη δακρύων που δεν μπόρεσε να τα ξεπλύνει
Και το άρωμα , την ψυχή του δεν την ησύχασε
Μέσα του είχε απλώσει τα δίκτυα της
Μια μαρμάγκα
Η πληγωμένη θλίψη
Μιλούσε με την μοναξιά.
ΜΠΟΡΕΙ ΑΥΡΙΟ…
Η ομίχλη μου έκρυψε τον ήλιο τα ξημερώματα
Μούτρωσαν τα λουλούδια της μηλιάς με μελαγχολία
Αφηρημένη μια πεταλούδα αντικρίζει το τριαντάφυλλο
Ο κήπος τρίβει τα μάτια, χασμουριέται, ακόμη νυστάζει
Διψασμένος μια γουλιά ήλιο ζητά, να τον πιεί σαν καφέ
Να ξυπνήσει τα μελίσσια , στην δουλειά να τα προβοδίσει
Και η δροσιά δεν έντυσε το χρωματιστό της φουστάνι
Έμεινε με το μάτι του γυάλινο, κρύο, διαφανής, αδειανό
Οι φράουλες ξέχασαν να βάλουν στα χείλη τους κόκκινο
Και το τριαντάφυλλο που έκοψα για σένα μάτια μου
Το άφησα στην άχρωμη δροσιά, στο φοβισμένο χορτάρι
Μήπως τάχα είχε ομίχλη και δεν είχε τον καλό μας ήλιο;




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου