25 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΥΡΟΣΤΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ - διήγημα -


η εικόνα προφίλ του Panajot Boli

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΠΟΛΗ Τότες ήμουν μικρός. Την ζεστασιά του χεριού του παππού μου, την νιώθω ακόμη. Γιατί πάντα με κρατούσε από το χέρι. Σαν να φοβόταν μην του φύγω και με χάσει, είτε μη πέσω και χτυπήσω. Η ζεστασιά του μου έδινε δύναμη, με έκανε πιο μεγάλο, όταν κρατιόμουν από αυτό το χέρι. Και ήταν η στιγμή που εγώ προσπαθούσα να σηκωθώ στα πόδια μου. Είχε ένα ωραίο γκρι μουστάκι. Το περιποιόταν με μεράκι. Είχε κάτι μάτια που σε χτυπούσαν σαν τα βέλη και σπιθοβολούσαν συνεχώς. Είχε μια σβελτάδα που και οι νέοι τον ζήλευαν. Δεν γνώρισα την γιαγιά. Αυτόν είχα και γιαγιά και παππού. Δεν είχαμε νηπιαγωγείο. Νηπιαγωγείο ήταν ο παππούς μου. Πιασμένος με το χέρι παντού. Στην εκκλησία. Στον ίσκιο της συκαμιάς, εκεί στο κέντρο του χωριού που μαζευόταν οι άνδρες του χωριού. Στο πηγάδι. Εκεί που περνάμε δροσερό νερό με την ντρεβενίτσα και το κολοκυθένιο δοχείο που το έφτιαχνε ο ίδιος. Μια που μου προβάλει στο νου μου το μουστάκι του, θυμήθηκα τι μου έλεγε η μαμά μου.
«Στο σπίτι μας έρχονταν οι κομματικοί για να κάνουν τις συγκεντρώσεις. Ανάμεσα τους και μια γυναίκα. Δύο δωμάτια είχαμε. Αυτοί κλεινότανε στο άλλο και συζητούσαν πολλές φορές έως το πρωί. Για να μην ακούσουμε εμείς, πίσω από την πόρτα, κρεμούσαν μια βελέντζα. Το πρωί ο παππούς σου πλύθηκε. Όμως ο καθρέφτης ήταν στο άλλο το δωμάτιο που συνεδρίαζαν οι κομματικοί. Πήγε μέχρι την πόρτα...γύρισε ξανά. Ύστερα δεν άντεξε. Έσπρωξε την πόρτα με δύναμη. Αυτή άνοιξε και η βελέντζα έπεσε καταγής. Πάτησε πάνω της και πήγε στον καθρέφτη. Χτένισε τα μαλλιά του και περιποιήθηκε το μουστάκι. Οι κομματικοί ξαφνιασμένοι είχαν σηκωθεί στο πόδι και κοίταζαν με περιέργεια το παππού σου. Όταν γύρισε προς την πόρτα, η υπεύθυνη του μίλησε: -Δεν κάνεις καλά μπάρμπα που μπαίνεις έτσι στο δωμάτιο που συνεδριάζει η οργάνωση. Ο παππούς μου γύρισε το κεφάλι, την κοίταξε με περιφρόνηση και έκλεισε την πόρτα τσαντισμένος.» Τον αγαπούσα τον παππού μου. Τον θαύμαζα.. Γιατί όλοι τον σεβότανε. Και ήμουν περήφανος για αυτόν. Ήταν κάλος μάστορας. Όταν τελείωνε την στέγη ενός σπιτιού σε όλο το χωριό ακουγόταν η τρανταχτή και μελωδική φωνή σαν ένα ρεφρέν ενός τραγουδιού, τινάζοντας τα μαντήλια -Εεεεειι. Καλορίζικο. Να το χαρεί ο σπιτονοικοκύρης Ήταν καλός κυνηγός. Όταν κατέβαινε από τα ύψη του Δρουγάνου, στον ώμο κρεμούσε το δέρμα του λύκου που του έφτανε έως τα πόδια. Ήταν καλός σπιτονοικοκύρης. Σκουπίζαμε την αυλή με μια σκούπα που την έφτιαχνε από θρούμπα (εγώ μαύρο σκούπιζα) και αφού είχε πήξει το γάλα, καθόμασταν στα σκαμνιά, εγώ τον βοηθούσα να το ρίξει στην τσαντήλα, και αυτός με πολύ υπομονή γυρίζοντας από εδώ κι από εκεί, έσπρωχνε την τσαντήλα με τα δάχτυλα, με σκοπό να βγει ο ορός , μετά το κρεμούσε για μερικές ώρες σε ένα τσιγκέλι και κάτω το δοχείο που μάζευε τον ορό για να βγάλουμε την γκίζα. Ξανά στα σκαμνιά, εγώ τον κοίταζα με προσοχή, πως έκοβε το τυρί φέτες , φέτες ωραία , το αλάτισε και δεν ξεχνούσε να μου κόψει μια μυτούλα -Τρώγε, πούλα μου, σου κάνει καλό. Είναι νόστιμο και φρέσκο. Έτσι έκανε και με τα άλλα τα φαγητά. Μου έβγαζε δύο κουτάλια στο καπάκι και εγώ του έλεγα: --Πολύ νόστιμο το έκανες παππού! Καμιά φορά τον ερωτούσα: «Πήγες στο σχολειό εσύ παππού;» «Από έξω πέρασα, μέσα δεν μπήκα»-μου απαντούσε αινιγματικά. Τότες μου φαινόταν παράξενη αυτή η απάντηση. Προσπαθούσα να βρω την έννοια της. Μπερδευόμουν. Τόσο μου έλεγε ο παππούς. Περισσότερα όχι. Κάποια μέρα, δεν ξέρω ήταν στα καλά του, μου είπε κάτι παραπάνω. «Είχε γελάδια ο πατέρας μου. Κοντούλης, αλλά πολύ σέρτικος. Η περιέργεια μου ήταν το σχολείο. Ένα πρωί, αφού έβαλα τα γελάδια μπροστά, πλησίασα στο σχολείο. Έβαλα το αυτί στην τρύπα της πόρτας. Να ακούσω τι λέει ο δάσκαλος. Προσπάθησα από την τρύπα να βάλω και το μάτι. Να ειδώ τι κάνουν οι μαθητές , οι συνομήλικοι μου. Ξαφνικά μια φωνή με τρόμαξε. Το κεφάλι μου χτύπησε την παλιά σανίδα της πόρτας του σχολείου. Ο πατέρας μου σήκωσε το ραβδί να με χτυπήσει. Η πόρτα άνοιξε και ο δάσκαλος έμεινε ακίνητος μπροστά στο θέαμα που είδε. Δεν μίλησε. Κοίταξε τον πατέρα μου που έμεινε με το ραβδί στο αέρα. Κι αυτός τον αγριοκοίταξε. Εγώ έγινα καπνός γλυτώνοντας από το ραβδί του πατέρα και το βλέμμα του δάσκαλου.» Πάλι δεν μπόρεσα να βγάλω νόημα. Είπα ότι όπου βρισκόταν ο παππούς μου, εκεί δίπλα του κι εγώ. Σαν κωτοφωλιάρικο. Αυτός άπλωνε το χέρι και με κρατούσε. «Εδώ , κοντά μου , πούλα μου». Έτσι με έλεγε χαϊδευτικά. Πούλα εννοούσε την κοτούλα την μικρή. Έτσι μου έλεγε έως που πήγα έκτη τάξη. Γιατί τότες τον έχασα. Τώρα που βλέπω την πυροστιά στο τζάκι , του παλιού σπιτιού μου, δηλαδή εκεί που πέρασα με τον παππού μου, παραπονεμένα χαμογελάω ......Θυμάμαι καλά εκείνη την ημέρα. Φθινόπωρο ήταν και τα φύλα έπεφταν στην αυλή. Μια μέρα μελαγχολική. Στο σπίτι μας είχε έρθει ένας εκλεκτός φίλος. Διαφωτιστής , μου τον είπε η μαμά. Είχε ένα κοστούμι γκρι και άσπρο πουκάμισο Τον θυμάμαι καλά. Κάθισε από την αριστερά του τζάκι. Από δεξιά ήταν ο παππούς μου. Εκεί στριμωγμένος όπως πάντα κι εγώ. Ο παππούς μου ήταν σιωπηλός. Τα μάτια του καρφωμένα στην φωτιά , ενώ στο χέρι κρατούσε τον μασά. Πότε, πότε τσούγκριζε τα αθράκια. Τον διαφωτιστή τον έφερε ο μπάρμπας μου. Είχε λογομαχήσει με τον παππού. Έλεγαν μια παράξενη λέξη: συνεταιρισμός. Όχι, επέμενε ο παππούς. Και ο καβγάς έγινε άγριος. Ο παππούς αποφασιστικός. Τέλος πάντος, στο αγύριστο κεφάλι του γέρου, που τον ντρόπιαζε σε όλο το χωριό, αποφάσισε να φέρει τον διαφωτιστή. Τώρα αυτός μιλούσε συνεχώς και ο παππούς ,τσιμουδιά. Κάποια στιγμή ο παππούς έχασε την υπομονή. Με το μασά που είχε στο χέρι, πήρε την πυροστιά από το τζάκι με τόσο σβελτάδα, που ξάφνιασε το διαφωτιστή, και την έβαλε στη μέση της γωνιάς. --Ξέρεις τι μου λες τόση ώρα; -του είπε τσαντισμένος, -έμπα εδώ μέσα στην πυροστιά.. Εδώ , θα σε έχω, στη στρούγκα. Δεν έχεις που να πας. Έτσι θα σας κρατώ, κυκλωμένους χεροπόδαρα. Του ήρθε ανεπάντεχα αυτή η επίθεση του διαφωτιστή. Έμεινε κάγκελο για μια στίμη. Τον κοιτούσε με περιέργεια. --Μα, ο Λένιν είπε.... --Άσε την Λένη. Εγώ την πάντρεψα. Αυτή να κοιτάξει το σπίτι της --Ο Λένιν , μπάρμπα, ο Λένιν..... --Σου είπα: η Λένη να καθίσει καλά και να μην χώνει τη μύτη στο σπίτι μου.. Ο παππούς είχε μια κόρη παντρεμένη στο χωριό, δηλαδή την θεία μου, την Ελένη Ο διαφωτιστής νευρίασε. Ο παππούς πήρε την πυροστιά με το χέρι να την ξαναβάλει στο τζάκι. Τα δάχτυλα του κοκκίνισαν , γιατί το σίδερο ήταν ακόμη καυτό. Την πέταξε , αφού του τα είχε τσουρουφλίσει, και είπε θυμωμένος: -Αυτό θέλεις να κάνεις εσύ με το γιό μου. Να μας μπάσεις μέσα στην πυροστιά Εγώ κοίταζα τον παππού. Δεν καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο τσαντισμένος και ανήσυχος. Όχι μόνο τόσο: ήταν και απρόσεχτος, γιατί είχε πιάσει την πυροστιά που έκαιγε, και για μέρες έβαζε λάδι από αυγό να του γερέψει Αργότερα, όταν μεγάλωσα, κατάλαβα τον νόημα της πυροστιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: