Πριν από μερικά χρόνια αποφάσισα να έρθω στην Αλβανία για δουλειά. Πρώτα αποφάσισα να φύγω και μετά να έρθω στην Αλβανία. Οι μέρες που ακολούθησαν την απόφασή μου κι εκείνο το τηλεφώνημα ότι με πήραν στη δουλειά κύλησαν αργά, με μόνιμη επωδό τη σκέψη: φεύγεις. Δε χρειάζεται πια να παλέψεις εδώ.
Όχι ότι την είχα κι άσχημα, δηλαδή. Σίγουρα άλλαξα μια μέτρια θέση εργασίας για μία καλή. Επίσης όμως μέσα στο σπίτι που έμενα στην Αθήνα υπήρχαν πράγματα άλλων. Και μέσα στο μυαλό μου προβλήματα άλλων. Κι εγώ έκανα κύκλους και θύμωνα πολύ. Έτσι, το αποφάσισα.
Εκείνο το καλοκαίρι δεν είχε ακόμα παγιωθεί στο μυαλό μου το πεντάλεπτο που ξέρω
πλέον ότι χρειάζομαι για να απαντήσω στην ερώτηση «με τι ασχολείσαι;» κι έτσι ένιωσα άβολα όταν σε κάποιο πάρτι γενεθλίων στο Γκάζι κάποιος ημίγνωστος μου την απηύθυνε. «Α, ξέρω, στα αλβανικά το "πο" σημαίνει "ναι" και το "γιο" σημαίνει "όχι"», είπε ο ημίγνωστος όταν του ανακοίνωσα την απόφασή μου. «Α, ναι;» Ούτε αυτό δεν ήξερα. Πανικοβλήθηκα. Με τάραξε επίσης η αμηχανία του. Δεν ήξερε τι να μου πει, δεν ήταν μια απόφαση αυτή για να σου πούνε "μπράβο" πριν από έξι χρόνια, δε φτιάχνεις έτσι το κοινωνικό σου στάτους, δεν είναι παντρεύομαι, αρραβωνιάζομαι, διορίζομαι στο Δημόσιο, ξεκινάω διδακτορικό, πάω Βρετανία για σπουδές. Είναι κάτι άλλο. Έτσι η συζήτηση έμεινε εκεί. Τώρα, μου λένε μπράβο, κάτσε εκεί που είσαι. Αλλά πάλι για τους λάθος για μένα λόγους.
Όχι ότι την είχα κι άσχημα, δηλαδή. Σίγουρα άλλαξα μια μέτρια θέση εργασίας για μία καλή. Επίσης όμως μέσα στο σπίτι που έμενα στην Αθήνα υπήρχαν πράγματα άλλων. Και μέσα στο μυαλό μου προβλήματα άλλων. Κι εγώ έκανα κύκλους και θύμωνα πολύ. Έτσι, το αποφάσισα.
Εκείνο το καλοκαίρι δεν είχε ακόμα παγιωθεί στο μυαλό μου το πεντάλεπτο που ξέρω
πλέον ότι χρειάζομαι για να απαντήσω στην ερώτηση «με τι ασχολείσαι;» κι έτσι ένιωσα άβολα όταν σε κάποιο πάρτι γενεθλίων στο Γκάζι κάποιος ημίγνωστος μου την απηύθυνε. «Α, ξέρω, στα αλβανικά το "πο" σημαίνει "ναι" και το "γιο" σημαίνει "όχι"», είπε ο ημίγνωστος όταν του ανακοίνωσα την απόφασή μου. «Α, ναι;» Ούτε αυτό δεν ήξερα. Πανικοβλήθηκα. Με τάραξε επίσης η αμηχανία του. Δεν ήξερε τι να μου πει, δεν ήταν μια απόφαση αυτή για να σου πούνε "μπράβο" πριν από έξι χρόνια, δε φτιάχνεις έτσι το κοινωνικό σου στάτους, δεν είναι παντρεύομαι, αρραβωνιάζομαι, διορίζομαι στο Δημόσιο, ξεκινάω διδακτορικό, πάω Βρετανία για σπουδές. Είναι κάτι άλλο. Έτσι η συζήτηση έμεινε εκεί. Τώρα, μου λένε μπράβο, κάτσε εκεί που είσαι. Αλλά πάλι για τους λάθος για μένα λόγους.
«Να μπεις σε κανένα φόρουμ, να δεις αν έχουνε εκεί πέρα χαρτί υγείας ή θα πρέπει να πάρεις μαζί σου», έλεγε ο ένας. Απ' όλα έχει στην Αλβανία, έλεγε ο άλλος. Αργότερα έμαθα ότι αυτό το «εμείς στην Αλβανία έχουμε απ' όλα» ήταν η σταθερή απάντηση που μάθαιναν στην εκπαίδευση να δίνουν όσοι Αλβανοί επισκέπτονταν συγγενείς τους στην Ελλάδα, όταν μετά το 1985 άρχισαν να επιτρέπονται σε περιορισμένη κλίμακα τέτοια ταξίδια.
Η αλήθεια όμως είναι ότι πήγα τελείως απροετοίμαστη, να τα μάθω όλα από την αρχή.
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά». Τίρανα. Τι κάνω εγώ εδώ; Τι έκανα στην Αθήνα, που τίποτα δε με κράτησε κι έφυγα με χαρά; Περπατούσα μόνη σε μια πόλη που δε μιλάει πια τη γλώσσα μου κι ένιωθα νοσταλγία μόνο για τον τόμο του Σεφέρη που άφησα πίσω λόγω υπέρβαρου. Κι ένας Φίλος μου έστειλε το ποίημα σε μηνύματα στο κινητό.
Και σπίτι; Πώς θα βρω σπίτι; Όταν πια πέρασαν τρεις τέσσερις εβδομάδες, είχα απελπιστεί. Στη δουλειά οι άλλοι Έλληνες, χρόνια πριν από μένα εκεί, δεν ήξεραν και πολλά να μου πουν. Πάρε την εφημερίδα και ψάξε. Πώς να ψάξω; Ο σερβιτόρος στο εστιατόριο που έχω πάει μόνη σε άσχημη κατάσταση παίρνει μισή ώρα άδεια, κυκλώνει δύο τρεις αγγελίες στην εφημερίδα μου και με πάει να δούμε ένα σπίτι. Εδώ αν ζητήσεις βοήθεια θα σου δώσουνε, πολλοί μάλιστα θα πούνε, έχουμε υποχρέωση στους Έλληνες, μας άνοιξαν τα σπίτια τους, τόσα χρόνια, και δε θα ξέρεις τι να απαντήσεις.
«Έχουμε απ' όλα». Τώρα πια είναι αλήθεια, στα Τίρανα έχει απ' όλα. Δεν είναι όμως αυτά τα «όλα» όπως τα ξέρεις εσύ, εγώ, μία κακομαθημένη Αθηναία. Αν ρωτήσεις, ποιος θα σου πει ότι τον καθορίζει το φαστφουντάδικο, το μούλτιπλεξ και οι αλυσίδες καταστημάτων από όπου αγοράζει τα ρούχα του; Αν έρθεις όμως εδώ, θα δεις ότι τον καθορίζουν όλα αυτά και ότι, όταν λείψουν, άλλα πράγματα παίρνουν τη θέση τους. Άλλες σκέψεις έρχονται στο μυαλό σου όταν δε σε ελκύει ο εμπορικός δρόμος να πας να χαζέψεις μαγαζιά. Εδώ, εξάλλου, βόλτα στα μαγαζιά «να χαζέψουμε» δεν έχει. Θεωρείται ακόμα ντροπή να μπεις σ´ ένα μαγαζί, να κοιτάς τα εμπορεύματα και να μην ψωνίσεις-τρως τον χρόνο του υπάλληλου.
Ένας Αλβανός μαθαίνει ελληνικά σε μερικούς μήνες. Και οι άλλοι λέμε "μπράβο", ή διαφορετικά λέμε, "πρέπει να τα μάθεις τα ελληνικά". Ανάλογα. Εγώ έκανα δύο χρόνια να ξεβολευτώ και ν´ αρχίσω να κάνω προσπάθειες στη γλώσσα. Τώρα είναι πολύ σύνηθες να μιλάει κάποιος σπαστά αλβανικά, έχουν έρθει πολλοί νέοι άνθρωποι από Ελλάδα που δεν τα έχουν ως μητρική γλώσσα. Έξι χρόνια πριν, άμα μιλώντας αγγλικά για να συνεννοηθείς πέταγες και κανένα faleminderit, ευχαριστώ, οι άνθρωποι σε κοιτούσαν απορώντας, σα να είχες μάθει ένα από τα μυστικά τους. Και δεν ήθελαν να τα μάθεις, σκεφτόσουν τότε, πριν σε καταπιούν γλυκά η μουσική και οι χοροί και τα βουνά και οι άνθρωποι με το τόσο έξυπνο χιούμορ, τόσο που να εύχεσαι να γίνει ένα μικρό κλικ και να μπορέσεις να μείνεις εδώ για πάντα.
*Γεννήθηκα τη δεκαετία του ‘80. Σπούδασα στη Φιλοσοφική της Αθήνας. Ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο για ν' αποδείξω στον εαυτό μου ότι κάθε μέρα είναι ξεχωριστή. Δυστυχώς το κατάφερα, κι έτσι σήμερα ακόμα δυσκολεύομαι με πράγματα που οι άλλοι βρίσκουν εύκολα. Στη δουλειά μου μιλάω πολύ, αλλά επειδή αυτό δε μου φτάνει πια αποφάσισα να ενοχλήσω τους απίστευτα ευγενείς ανθρώπους του protagon για να γράφω κιόλας. Θα ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις και τις εμπειρίες μου στην Αλβανία, που είναι, κατά το κλισέ, τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά.
ΠΗΓΗ:protagon.gr