Δημοσιεύουμε άρθρο του πρώην αλβανού πρωθυπουργού κ. Παντελή Μάικο από την ιστοσελίδα Μεταρρύθμιση σχετικά με τις ελληνο-αλβανικές σχέσεις:
«Ο εορτασμός των 100 χρόνων από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας, βρίσκει τις πολιτικές σχέσεις της Ελλάδας με την γείτονά μας σε ακινησία και, τολμώ να ισχυριστώ, αποτελμάτωση. Χαρακτηρίζονται από στατικότητα και έλλειψη θετικής ενέργειας. Οι πολιτικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών, είναι περιορισμένες. Γίνονται συνήθως στο περιθώριο κάποιας διεθνούς συνάντησης. Ουδέποτε στο παρελθόν, με εξαίρεση το “πέτρινο” διάστημα των είκοσι μηνών, Ιουλίου 1993 – Μαρτίου 1995, είχαμε τέτοια έλλειψη επαφών, επισκέψεων, δομημένου διαλόγου και διμερών διαβουλεύσεων σε πολιτικό επίπεδο…»
Αυτή είναι η εισαγωγική διαπίστωση ενός δημοσιεύματος του Αλέξανδρου Μαλλιά, Έλληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον και εκ των επαγγελματιών διπλωματών των σχέσεων μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας. Ο κ. Μαλλιάς δημοσίευσε ένα αναλυτικό άρθρο για το τι μέλλει γενέσθαι στις σχέσεις αυτές, οι οποίες είναι από τις παλαιότερες στην περιοχή των Βαλκανίων. Το δημοσίευμα αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ», αλλά προσωπικά το διάβασα στον αλβανικό τύπο.
Είναι το πρώτο αποκλειστικό δημοσίευμά μου σε ελληνικό ΜΜΕ, ωστόσο θεωρώ ότι συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι να το πράξω, δεδομένων και των βαρυσήμαντων διακυβευμάτων που πρεσβεύει ο κ. Μαλλιάς. Ο λόγος του πρέπει να εκληφθεί ως κώδωνας προβληματισμού και να αξιολογηθεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Επί του παρόντος, οι αλβανοελληνικές σχέσεις βρίσκονται σε «νεκρό σημείο» και το μόνο που καταφέρνει το στάτους κβο της στασιμότητας, ή της αμοιβαίας τήρησης αποστάσεων, είναι να τις δυσχεραίνει περαιτέρω. Τι συμβαίνει λοιπόν μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας;
Στην Ελλάδα, προσωπικά, με γνωρίζουν ως τέως Πρωθυπουργό και Υπουργό Αμύνης. Θέλω να πιστεύω, ωστόσο, ότι με ενθυμούνται και για κάτι άλλο, πολύ πιο οικείο και ανθρώπινο: για το γεγονός ότι οι Έλληνες γιατροί διέσωσαν τη ζωή της νεογέννητης κόρης μου. Τώρα η κόρη μου είναι αισίως δεκατριών ετών και το βαπτιστικό της όνομα, ύστερα και από δική μου επιμονή, είναι το όνομα της γιαγιάς μου και συνάμα το όνομα της Θεάς της πόλης που της έσωσε τη ζωή: Αθηνά.
Το συμβάν που μόλις σας εξιστόρησα, ανάγεται σε εκείνες τις καθημερινές ιστορίες μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων, οι οποίες, χωρίς να θέλω να λαϊκίζω, αποτελούν την πραγματική βάση της αμφοτεροβαρούς φιλίας μεταξύ των δύο εθνών μας. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολιτικοί, στις μεταξύ τους επαφές, τήρησαν πολλούς και διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς, με πολλά προσωπεία και με βαθμονομημένες δηλώσεις, οι οποίες αναντιρρήτως εκφέρονταν κατόπιν διπλού φιλτραρίσματος από τις αντίστοιχες διπλωματικές υπηρεσίες, ή ακόμη ήταν και παραφορτωμένες με υπερβολές που θα χαρακτήριζαν τις σχέσεις με κάποιο ασήμαντο κράτος.
Το δημοσίευμα του πρέσβη Μαλλιά αναδεικνύει μεγάλες αλήθειες, οι οποίες, ακόμη και ως ερωτήσεις, αποτελούν μέρος της σημερινής λογικής που διέπει τις αλβανοελληνικές σχέσεις. Κυρίαρχη θέση στην κατάταξη των σημερινών προβλημάτων, καταλαμβάνει η συμφωνία της
οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών μεταξύ των δυο χωρών, την οποία απέρριψε (ομοφώνως) ως αντισυνταγματική το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας. Η εντός της παρενθέσεως έκφραση, ενέχει ισχυρούς υπαινιγμούς, οι οποίοι δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεως, ειδικά για την ελληνική ευφυΐα.
Αφ’ ετέρου, η μη αναγνώριση του κράτους του Κοσσυφοπεδίου από την Ελλάδα, αποτελεί επί του παρόντος το πιο ισχυρό τεκμήριο για οιονδήποτε, στις περιοχές όπου διαβιούν Αλβανοί, επιθυμεί να εγείρει ερωτηματικά και να εκφράσει καχυποψίες για τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική πολιτική χειρίζεται τις σχέσεις με τον αλβανικό παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή. Μπορούμε να συνεχίσουμε με τις θεωρίες της συνομωσίας, οι οποίες ανάγονται στη ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας και στην περίφημη «συμμαχία Βελιγραδίου – Αθηνών», ισχυρισμοί επινοητικού, στην ουσία, χαρακτήρα. Εάν θα επιθυμούσατε την άποψή μου, θα έλεγα χωρίς περιστροφές ότι η ελληνική κωλυσιεργία στη λήψη αποφάσεων αναφορικά με την υπόθεση της αναγνώρισης του κράτους του Κοσσυφοπεδίου, συντέλεσε στο να καθίσταται η σερβική πολιτική όλο και πιο παρούσα και ελεγκτική στις σχέσεις της με τους Αλβανούς. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παραλείψουμε παράγοντες όπως η Κροατία, οι οποίοι επωφελούνται από το κενό που δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας στην περιοχή. Δεν θα ήταν πρέπον να επισημάνω ότι η γερμανική αρωγή δεν θα ήταν ουδόλως φειδωλή προς τους Κροάτες στην παρούσα φάση. Πιστεύω ότι οι ψύχραιμοι Έλληνες αναλυτές, δεν θα τσιγκουνευτούν επισημάνσεις του τύπου «ο Παντελή έχει κάποιο δίκιο»… Συγχρόνως, η Τουρκία «επελαύνει» στην περιοχή και μάλιστα, και ως οικονομικός παράγοντας. Τα σχόλια περιττεύουν και επί του προκειμένου επιφυλάσσομαι να επανέλθω κάποια άλλη φορά.
Ο πρέσβης κ. Μαλλιάς, εκφράζει μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για στενότερες σχέσεις της Ελλάδας με τον αλβανικό παράγοντα της πΓΔ της Μακεδονίας. Φοβάμαι όμως ότι ακριβώς στο συγκεκριμένο σημείο πρέπει να επιδείξουμε προσοχή. Στους Αλβανούς, όπως και στους Έλληνες άλλωστε, προκαλεί αποστροφή ο ρόλος του «χρησιμοποιούμενου».
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου έως το 1999, ο αλβανικός παράγοντας, δικαίως ή αδίκως, μπορούσε να αντιμετωπισθεί ως δευτερεύων και περιφερειακής σημασίας, πάνω στον οποίο έπρεπε να ασκηθεί πίεση προκειμένου να χαλιναγωγηθεί και να τηρηθεί υπό έλεγχο, ή να υποκινηθούν φιλοδοξίες αμφιλεγόμενων και αδαών μέχρι τότε Αλβανών πολιτικών να αποτελέσουν σοβαρούς παίκτες. Οι καιροί άλλαξαν περισσότερο από ό,τι άλλαξαν οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολιτικοί της περιοχής. Το ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο αυτό, είναι: Αποτελούν τα Σκόπια σήμερα και σε προοπτική χιλιετίας, σοβαρό πρόβλημα για το μέλλον της Ελλάδας, ή είναι το ορεκτικό, το οποίο, εμείς οι βαλκάνιοι πολιτικοί αρεσκόμαστε να γευόμαστε σιωπηλά, καθώς μάλιστα… «το μίσος στηρίζει τον τοπικισμό και αφανίζει την αγάπη για το γείτονα»… Η διπλωματική μου απάντηση είναι: ΔΕΝ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΩ! Αυτό που με βεβαιότητα όμως γνωρίζω είναι ότι εγώ, ο γιος μου, ο εγγονός μου, ο δισέγγονός μου και πολλοί Αλβανοί σήμερα και εις το διηνεκές, αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ένα κράτος δύο εθνοτήτων (binational) με πρωτεύουσα τα Σκόπια, θα συνιστούσε απειλή για την εθνική κυριαρχία της φίλης και γείτονος Ελλάδας. Δεν κάνω χρήση της λέξης «φίλη» ως «διπλωματικό» τρικ ή ως υπεκφυγή. Οι Έλληνες και οι πολιτικοί τους θα πρέπει να γνωρίζουν στο πλευρό τίνος θα σταθούν οι Αλβανοί σε περίπτωση μιας υποθετικής σύρραξης, εφάμιλλης μιας χολιγουντιανής φαντασίας. ΟΜΩΣ… συμφωνώ για την ύπαρξη τέτοιων σεναρίων συνομωσιολογίας. Μια συμμαχία άσκησης πίεσης είναι δυνατόν να συγκροτηθεί ως αντίβαρο στο «μακεδονικό ζήτημα», θεωρώντας την πΓΔ της Μακεδονίας σαν θύμα. Μπορεί να πλασαριστεί στην Ελλάδα έτσι, ώστε να προκληθούν δυσάρεστες και περίπλοκες καταστάσεις, οι οποίες θα την εκτόπιζαν από τη σημερινή γεωπολιτική της θέση, περιθωριοποιώντας την και αποσπώντας την από το συμφυή της ρόλο στην περιοχή.
Και ενώ διατύπωνα τις σκέψεις του δημοσιεύματος αυτού, μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω ένα άλλο δημοσίευμα (εισήγηση στη Βιέννη στις 15 Μαρτίου, σε συνάντηση που είχε διοργανώσει η Πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας και η Διπλωματική Ακαδημία), όπου ο πρέσβης κ. Μαλλιάς εξέφρασε την άποψη ότι «το Κοσσυφοπέδιο είναι ο γείτονάς μας (δηλ. της Ελλάδας), ο πιο πρόσφατος γείτονας…» Τι είναι τούτο;! Ίσως εγώ έχω μια ασαφή αντίληψη περί του ποιος είναι «γείτονας». Γνωρίζω ότι μεταξύ της Ελλάδας και του Κοσσυφοπέδιο υφίσταται ένα κράτος με πρωτεύουσα τα Σκόπια, όπου λειτουργεί και ελληνική πρεσβεία και το οποίο είναι μέλος την Ηνωμένων Εθνών. Και δεν είμαι διόλου είρων! Ο εσωτερικός μου προβληματισμός – και ίσως όχι δημόσιος – είναι εάν αυτό συνιστά παρεξήγηση ή «αντίτιμο»;!
Οι υπαινιγμοί πρέπει να εκληφθούν σαν ένα σταυροδρόμι, όχι μόνο για την περιφερειακή πολιτική της Ελλάδας. Με τους Αλβανούς δεν πρέπει να μιλάς στη γλώσσα των Σειρήνων. Η ασάφεια είναι σημάδι της συλλογικής βαλκανικής μας αδυναμίας.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας αναδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο της αναφορικά με την εξωτερική της πολιτική έναντι της Αλβανίας. Η «μακεδονοποίηση» της ελληνικής διπλωματίας, την οποία προσωπικά θα χαρακτήριζα ως τεχνητή, για να συνιστά μια επιβεβαιωτική αξία της αποστολής της, δεν μπορεί να αποτελεί τη μονάδα μέτρησης στην προσέγγιση των αλβανοελληνικών σχέσεων. Στην περιοχή μας, με την υποκίνηση των «διπλωματικών κατηχήσεων», δημιουργούνται πρότυπα που οδηγούν στο πουθενά τα κράτη και τις μεταξύ τους σχέσεις και διευκολύνουν τρίτους παίκτες να αναπληρώσουν τα όποια κενά δημιουργούνται. Το σκηνικό, μιλάει από μόνο του. Η Σερβία εμποδίζει το Κοσσυφοπέδιο, η Ελλάδα εμποδίζει την πΓΔ της Μακεδονίας, η Ρουμανία εγείρει θέμα «δικαιωμάτων» για τους Βλάχους της Σερβίας, η
Ουγγαρία για τους δικούς της στη Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Η Βοσνία διαιρεμένη σε εθνικά συμφέροντα και… η Ιστορία μοιάζει σαν να ακολουθεί τροχιά οπισθοδρόμησης. Οι διπλωμάτες δεν πρέπει να αναζητούν στην Ιστορία τον «ερμηνευτή» των σημερινών προβλημάτων, αλλά να προνοούν έτσι, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Με λύπη μου θα επισημάνω ότι στις απόψεις του κυρίου Μαλλιά διαπίστωσα μια προσέγγιση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, που «μύριζε μακεδονοποίηση». Αυτό δεν μπορεί να είναι το μέλλον των σχέσεών μας. Αναμφίβολα υπάρχουν προκλήσεις, οι οποίες ανάγονται τόσο στις παρακαταθήκες, όσο και στις παρεμβατικές ή επεμβατικές συμπεριφορές «τρίτων», αλλά και στο ριζοσπαστικό λόγο διάφορων επιτήδειων, ένθεν κακείθεν, οι οποίοι καραδοκούν να εξαπατήσουν εκ νέου την Ιστορία και να προκαλέσουν εμπλοκή στις αλβανοελληνικές σχέσεις.
Αλβανοί και Έλληνες πρέπει να προετοιμαστούμε για νέες εταιρικές σχέσεις μεταξύ μας. Πρέπει να αρνηθούμε να βλέπουμε τις χώρες μας πολιορκημένες από «αλυσίδες» «αδιαπραγμάτευτων» και περίπλοκων καταστάσεων. Οφείλουμε να υπερβούμε εαυτούς και να υψωθούμε πάνω από τη ματαίωση της εποχής που διανύουμε. Χρειαζόμαστε ένα θετικό ταρακούνημα στο βωμό της κοινής τύχης που οι δυο λαοί μας μοιράστηκαν, χωρίς σύγχυση της πολιτικής και της διπλωματίας. Εκφράζω την προσδοκία ότι η ελληνική πολιτική, με την έντονη διαίσθηση που τη χαρακτηρίζει, θα κινηθεί στη σωστή κατεύθυνση έναντι του αλβανικού παράγοντα, σε μια μεταλλαγμένη «μεταγιουγκοσλαβική» περιοχή. Και εάν αυτό συμβεί, οι εκπλήξεις στις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, θα είναι ευχάριστες. Είτε το επιθυμούμε, είτε όχι, μάλλον χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται στο προσκήνιο της διεθνούς κοινής γνώμης με μια καλή και μια κακή είδηση. Η κακή είδηση είναι η οικονομική κρίση και τα τραύματά της. Ωστόσο, η καλή είδηση είναι ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η Ελλάδα έχει ηγέτες που δεν δειλιάζουν να λάβουν αποφάσεις και το πράττουν χωρίς να αναλογίζονται το τρέχον κόστος, διότι σκοπεύουν να προσφέρουν στην πατρίδα τους ένα αξιοπρεπές αύριο.
Σκοπός του δημοσιεύματός μου αυτού δεν είναι να παραστήσω «τον δάσκαλο» ενώπιον του έθνους που γέννησε την πολιτική ως πολιτική και όχι ως δοκησισοφία. Είναι προβληματισμοί ενός Αλβανού, φίλου πολλών Ελλήνων, από τα κοντινά και ταυτόχρονα μακρινά Τίρανα, που δεν επιθυμεί, όπως ο πρέσβης κύριος Μαλλιάς, να κρούει τη θύρα των αλβανοελληνικών σχέσεων με το ρητορικό ερώτημα των Λατίνων «Quo vadis?». Οι χαλεποί καιροί, μας αλλάζουν. Εύχομαι αυτό να συμβεί και μεταξύ των δύο αρχαιότερων λαών της Βαλκανικής.
Ο Pandeli Majko, είναι βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρώην πρωθυπουργός της Αλβανίας
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=6898
Παραθέτουμε επίσης το άρθρο του κ. Αλέξανδρου Μαλλιά
Ο εορτασμός των 100 χρόνων από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας βρίσκει τις πολιτικές σχέσεις της Ελλάδος με την γειτονική μας σε κατάσταση ακινησίας και τολμώ να ισχυριστώ αποτελμάτωσης. Χαρακτηρίζονται από στατικότατα και έλλειψη θετικής ενεργείας. Οι πολιτικές επαφές μεταξύ των δυο χώρων είναι περιορισμένες . Γίνονται συνήθως στο περιθώριο κάποιας διεθνούς συνάντησης. Ουδέποτε στο παρελθόν-με εξαίρεση το ’’πέτρινο’’ εικασμένο Ιουλίου 1993- Μαρτιου 1995- είχαμε τέτοια έλλειψη επαφών, επισκέψεων, δομημένου διαλόγου και διμερών διαβουλεύσεων σε πολίτικο επίπεδο.
Και ας μην ξεχνάμε ότι με την απόφαση της συνάντησης κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρεστι, πριν τρία χρόνια, η Ελλάδα και η Αλβανία είναι σύμμαχοι .
Η Αθήνα ,ήδη από το 2010, είχε επιλέξει να υποβαθμίσει τις διμερείς επαφές και διαβουλεύσεις με τα Τίρανα στο επίπεδο του υπηρεσιακού Γενικού Γραμματέα. Οι υπηρεσιακές διαβουλεύσεις και επαφές στο επίπεδο αυτό είναι συνηθισμένες στις σχέσεις για παράδειγμα μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπουργοί της Ε.Ε. συναντώνται τακτικά. Σχεδόν κάθε εβδομάδα. Στα Βαλκάνια, όμως, μόνο σαν έλλειψη ενδιαφέροντος ή δυσθυμίας μπορούν να χαρακτηρισθουν. Δινουν μεν το στίγμα των προθέσεων και διαθέσεων, χωρίς όμως να δρομολογούν λύσεις. Δεν μπορούν να δώσουν διέξοδο προκαλέσουν απεμπλοκή. Ιδίως όταν οι εκκρεμότητες απαιτούν πολιτική ευθύνη και απόφαση.
Η Ελληνική πλευρά εκτιμά ότι με τον τρόπο αυτό αντιδρά στην υπαναχώρηση της Αλβανίας από την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών και σε ενοχλητικές εκδηλώσεις οργανωμένων πλέον πολιτικών παρατάξεων που σχετίζονται με τους λεγόμενους Τσάμηδες. Επίσης ,σε σχέση με την Ελληνική Εθνική Μειονότητα
Στην πραγματικότητα, η απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος, με την πραγματική εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης στην αναζήτηση διεξόδου και λύσεων σε πολίτικο επίπεδο, όπου τούτο είναι εφικτό, δεν είναι κάτι που ανησυχεί η προβληματίζει την Αλβανία.
Γιατί ; H απάντηση είναι απλή: Διότι Αλβανική πλευρά -τόσο η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σάλι Μπερίσα όσο και η αντιπολίτευση του σοσιαλιστή Αντί Ράμα -θεωρούν με τη σειρά τους ότι η σημερινή Ελλάδα είναι αδύναμη και αμήχανη καθώς ,κατά τα Τίρανα, δεν έχει την βούληση , ενδεχομένως δε και τη δυνατότητα , να συζητήσει και να προχωρήσει στην αντιμετώπιση ορισμένων θεμάτων.
Μέχρι πολύ πρόσφατα ,ίσως ακόμη και σήμερα, η Ελλάδα αντιμετώπιζε την Αλβανία και τους Αλβανούς με αντιφατικά αισθήματα φοβίας και υπεροψίας. Η Αλβανία , κυρίως δε το πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο των Τιράνων, αντιμετωπιζε την Ελλάδα με φόβο, καχυποψία και ανασφάλεια. Τα τελευταία τρία χρόνια προστέθηκε και η υπεροψία.
Η Αθήνα διερωτάται εάν τα Τίρανα έχουν πράγματι μια φανερή ατζέντα σε βάρος της Ελλάδος ( Τσάμηδες) και τα Τίρανα ανησυχούν ακόμη- δυστυχώς- κατά ποσό η Ελλάδα έχει κρυφή ατζέντα. Έτσι άλλωστε ερμηνεύουν και την διατήρηση από την Αθήνα της ασάφειας σε σχέση με την ισχύ των νομικών συνεπειών του λεγομένου εμπόλεμου.
Στην πραγματικότητα, στις σχέσεις μας δεν επικρατεί η λογική. Επικρατεί η λογική των δημοσίων δηλώσεων και των παρερμηνειών. Επικρατει ένας αναχρονισμός.
Η ειδικότητα που άμεσα απαιτείται για την ακριβή διάγνωση των σχέσεων των δυο χώρων είναι αυτή του ψυχαναλυτή και όχι αυτή του διπλωμάτη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διπλωματία δεν είναι επίσης μια κατεξοχήν άσκηση ψυχολογίας.
Δεν πρέπει επίσης να υποτιμηθεί η σημασία και η εμβέλεια επεμβάσεων και παρεμβάσεων στις σχέσεις των Αθηνών με τον αλβανικό παράγοντα τρίτων χώρων όπως της Σερβιας, της Τουρκιάς και της Ιταλίας. Αφανώς και εμφανώς.
Έχω την εντύπωση ότι τόσο τα Τίρανα όσο και η Αθήνα ’’βολεύονται’’ μάλλον από τη σημερινή κατάσταση. Στην Αθήνα η πολιτική μας παρέμβαση αρχίζει και τελειώνει με τις δηλώσεις του ταλαντούχου εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Στην πραγματικότητα, η παράταση της σημερινής κατάστασης δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ελλάδος, ενώ αποδυναμώνει συνεχώς και τον γενικότερο ρολό που φιλοδόξει ή μάλλον που φιλοδοξούσε να παίξει.
Στα Τίρανα, ακούω ολοένα και συχνότερα δηλώσεις αμφίσημες, επίσημες και ημιεπίσημες, που δεν οδηγούν κάπου και δεν πρόκειται να αποφέρουν κάτι το θετικό.
Νομίζω επίσης ότι ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών Έντμοντ Χατζηνάστο, που θεωρητικά ανήκει στη λεγόμενη σύγχρονη γένια πολιτικών, θα έπρεπε να αποφύγει να μιλήσει τόσο απαξιωτηκά και περιφρονητικά για την ετοιμότητα να δηχθεί ’’έλληνες μετανάστες στην Αλβανία’’.
Αν μη τι άλλο διότι με την αποστροφή του αυτή έμοιαζε να δικαιολογεί όσους στην Ελλαδα, πριν από μια εικοσαετια, φέρθηκαν απαξιωτικά στις χιλιάδες Αλβανών μεταναστών που διέσχιζαν πεζή τα σύνορα προκειμένου να επιβιώσουν .
Η στασιμότητα που επικρατεί σήμερα στις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα της αναγνώρισης της Δημοκρατίας του Κόσσοβου , μπορούν να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά μιας συνολικής πολίτικης μας στις σχέσεις με τους αλβανούς γείτονες ;
Γιατί αν παραμείνουμε απλά στη διάγνωση και παθητική παρατήρηση της κατάστασης δεν βλέπω τη δυνατότητα να βγούμε, στο ορατό μέλλον, από τα χαρακώματα.
Πριν από ένα χρόνο περίπου, είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω στο Υπουργείο Εξωτερικών μια συνολική πρόταση-πλαίσιο για τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Ελλάδας με την Αλβανία , το Κόσσοβο και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει, ανέπτυξα τις σκέψεις μου με συνεντεύξεις στις εφημερίδες Ουτρίνσκι Βέσνικ των Σκοπίων, Κόχα Ντιτόρε του Κοσόβου και Γκαζέττα Σκιπιτάρε των Τιράνων.
Συζήτησα επίσης με Αλβανούς ηγέτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους και εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών τα ονόματα των οποίων σκοπίμως παραλείπω.
Η αντίδραση τους ήταν καταρχήν θετική, αν και κάποιοι θεώρησαν την διαδικασία περίπλοκη. Σχετικό άρθρο δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό “Άμυνα και Διπλωματία” (Δεκ.2011).
Καταγράφω τρεις αναγκαίες αρχές ταυτόχρονα δε και προτεραιότητες για την ελληνική πολιτική:
Πρώτον, να διευθετηθούν οριστικά οι εκκρεμότητες με την Αλβανία στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αναγνώρισης του Κοσόβου.
Δεύτερον, να χαραχθεί μια ολιστική προσέγγιση της Ελλάδας με τους Αλβανούς στις τρεις γειτονικές μας χώρες (την Αλβανία, την ΠΓΔΜ και το Κόσοβο).
Τρίτον, η Ελλάδα να εξασφαλίσει, μέσω αυτής της διαδικασίας, ικανοποιητική λύση στα θέματα που την ενδιαφέρουν και την απασχολούν.
Το σημαντικότερο χαρτί που έχει σήμερα η Ελλάδα στα χεριά της, οχι όμως επ΄άπειρον, είναι η αναγνώριση της Δημοκρατίας του Κοσσόβου από την Ελλάδα. Προϋποθέτει την έναρξη ενός πολιτικού διαλόγου, μιας διαδικασίας μέσα από την οποία η Ελλάδα θα επιδιώξει να εξασφαλίσει τα δικά της συμφέροντα. Η προτεινόμενη πλατφόρμα περιλαμβάνει και τα ακόλουθα :
έναρξη πολιτικού διαλόγου μεταξύ Αθηνών και Πρίστινας με στόχο την εκπόνηση αμοιβαία αποδεκτού κειμένου το οποίο θα έχει τη μορφή Συμφωνίας ή Σύμφωνου. Στη συνέχεια, θα υποβληθεί προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων και την αντίστοιχη Βουλή του Κοσσόβου.
Εξασφάλιση των συμφερόντων της Ελλάδος σε σχέση με το σύνολο του αλβανικού παράγοντα στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες ( Αλβανία, ΠΓΔΜ και Κόσσοβο).
Εγκατάλειψη στη πράξη και όχι στα λόγια από την Αλβανία και ορισμένες αλβανικές ομάδες και οργανώσεις ενοχλητικών για την Ελλάδα ζητημάτων που τίθενται μάλιστα με ασυνήθιστη ένταση και τροφοδοτούν, αρνητικά, την κοινή γνώμη.
Αλλαγή στάσης των αλβανικών ΜΜΕ και της ρητορικής ορισμένων Αλβανών πολιτικών κατά της Ελλάδος.
Ζητήματα που αφορούν στην ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία.
Άρση της εκκρεμότητας για την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών.
Νομοθετική ρύθμιση από την Ελλάδα της άρσης της ’’Εμπόλεμης Κατάστασης ’’με την Αλβανία. Πρόκειται για μια εκκρεμότητα που θα μπορούσε να συνδυασθεί με την τροποποίηση ενός άρθρου της Συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ώστε ,με τη κύρωση της από τα κοινοβούλια της Ελλάδας και της Αλβανίας, να αίρεται κάθε παρερμηνεία σε σχέση με τα χερσαία και θαλασσιά σύνορα μεταξύ των δυο συμμαχικών χώρων.
Είναι αυτονόητο ότι μέσα από την διαδικασία αυτή η Ελλάδα θα φροντίσει να προστατεύει και να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της. Ο θεμελιώδης κανόνας της διαπραγμάτευσης αυτής θα είναι ’’ τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο εάν δεν υπάρξει γενική συμφωνία’’. Η εάν προτιμάτε ’’δεν υπάρχει μερική συμφωνία χωρίς συνολική συμφωνία’’.
Η αναπόφευκτη “ αύριο” αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου από την Ελλάδα πρέπει να αποτελέσει μια διαδικασία, που θα ξεκινήσει σήμερα. Δεν είναι κάτι που θα συμβεί με αυτοματισμούς.
Επισης, καλόν είναι η Ελλάδα να δει λίγο και τα δικά της συμφέροντα εκτός του πλαισίου που ορίζει η μας λέγει ότι ορίζει το Βελιγράδι. Η Σερβία είναι σε θέση -και το πράττει ήδη πίσω από τις κλειστές πόρτες στις Βρυξέλλες-να προασπίσει και να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα σε σχέση με την Αλβανία και το Κόσσοβο. Καλές οι διαχρονικά ετεροβαρείς φίλιες, προτιμότερη όμως η προσπάθεια διασφάλισης των ελληνικών συμφερόντων.
Πρέπει, επίσης, να διαλύσουμε την επικρατούσα αντίληψη περί ύπαρξης ομάδας πέντε κρατών- μελών της Ε.Ε. που δεν αναγνωρίζουν το Κόσοβο. Δεν υπάρχει τέτοια ομάδα. Τα κράτη αυτά δεν δρουν ως ομάδα. Για το καθένα υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα και ανησυχίες, οι οποίες οδήγησαν στη μη λήψη της απόφασης αναγνώρισης. Τα αίτια που εμποδίζουν την Ισπανία είναι πολύ διαφορετικά απ’ αυτά της Ελλάδας.
Εάν η Ισπανία αναγνωρίσει το Κόσσοβο- πράγμα που δεν αποκλείω μετά την κυβερνητική αλλαγή του Νοέμβριου- εκτιμώ ότι δεν θα αργήσει να ακολουθήσει και η Ρουμάνια. Η Σλοβακία δεν νομίζω ότι συνιστά βάση αναφοράς για την ελληνική πολιτική και διπλωματία. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια ξεχωριστή περίπτωση . Έχει τους δικούς της λογούς ,που είναι σεβαστοί.
Η Ελλάδα δεν έχει πει ότι δεν θα αναγνωρίσει ποτέ την ανεξαρτησία του Κοσόβου .Το Κόσοβο είναι ανεξάρτητο κράτος και αυτό δεν αλλάζει. Όλοι γνωρίζουμε ότι το κράτος του Κοσόβου υπάρχει και θα υπάρχει. Αυτό το γνωρίζει η Ελλάδα, το γνωρίζουν και άλλοι. Το γνωρίζει και η Σερβία.
Είναι βέβαιο ότι ανασταλτικό ρολό στην ελληνική πολιτική και στην τόνωση της αρνητικής προδιάθεσης της ελληνικής κοινής γνώμης έχουν παίξει τα τελευταία χρόνια οι θέσεις των αλβανικών μέσων ενημέρωσης στα Τίρανα. Δεν βοηθούν την αναγκαία στήριξη μιας προσέγγισης της Ελλάδας με την Πρίστινα ούτε και στην αναγνώριση του Κοσσόβου .Όπως καθόλου δεν βοηθούν επίσης δηλώσεις και πράξεις ορισμένων Αλβανών πολιτικών και συγκεκριμένων ομάδων .
Σημειώνω ότι το Έλληνα-Αλβανικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονιάς και Ασφάλειας που υπεγράφη στις 21 Μάρτιου 1996, στα Τίρανα και τέθηκε σε ισχύ στις 9 Μάρτιου 1998, έχει εικοσαετή διάρκεια και συνεπώς, καταληκτική ημερομηνία. Σύμφωνα με το Άρθρο 20 παρ.2 ,η ισχύς του ανανεώνεται αυτόματα για μια νέα πενταετία, εκτός εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη γνωστοποιήσει γραπτώς στο άλλο την απόφαση του να τη καταγγείλει, ένα τουλάχιστον χρόνο πριν από τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου. Καλόν θα ήταν τόσο η Ελλάδα όσο και η Αλβανία να επαναλάβουν τις διμερείς διαβουλεύσεις επί τη βάσει του Άρθρου 17, που είχαν δρομολογηθεί τον Σεπτέμβριο του 2004. Ώστε να μη βρεθούν ενώπιων αναπάντεχων εκπλήξεων .
Όσον αφορά στους Αλβανούς των Σκοπίων. Την στιγμή αυτή του εθνικιστικού παροξυσμού που καθοδηγείται από τον κ. Κρούεφσκι, οι Αλβανοί της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, απογοητευμένοι λόγω της απομάκρυνσης της προοπτικής ένταξης στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν για πρώτη φορά την ιστορική ευκαιρία και τη δυνατότητα να πετύχουν αυτό στο όποιο απέτυχε- διότι αυτή ήταν η επιλογή της ηγεσίας της- η Σλαβομακεδονική πλειοψηφία.
Πως; Με την υπογραφή κοινής πολιτικής διακήρυξης όλοι οι Αλβανοί πολιτικοί ηγέτες στα Σκόπια και στο Τέτοβο να αφήσουν κατά μέρος τις προσωπικές και κομματικές τους διαφορές και να αναλάβουν τη πρωτοβουλία:
Να αποτελέσουν τη γέφυρα συνεννόησης με την Ελλαδα, περιθωριοποιόντας την εθνικιστική πολιτική τάξη του Γκρούεφσκι.
Να συμβάλλουν καταλυτικά στην επίλυση του θέματος της ονομασίας .
Nα οδηγήσουν τη χωρά τους στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και κάτι ακόμη. Ας μη σπεύσει ο κ. Γκρούεφσκι με τα εξαρτώμενα και ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης να μας προσάψουν και πάλι μομφή ότι δήθεν η Ελλάδα απεργάζεται ’’σκοτεινές συνωμοσίες’’ με τους Αλβανούς σε βάρος της χώρας του. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι Αλβανοί των Σκοπίων, εάν οι ίδιοι το αντιληφτούν και το θελήσουν, μπορούν να πετύχουν για τη χώρα τους στόχους που η δική του εθνικιστική πολιτική απομάκρυνε.
Η διαδικασία και η προοπτική σύμπλευσης πρέπει και μπορεί να καταστήσει σαφές πόσο σημαντική είναι η Ελλάδα για τους Αλβανούς και στην Ελλάδα το σημαντικό ρολό έχουν στα Βαλκάνια οι Αλβανοί γείτονες μας.
Ένας κάλος συνάδελφος, από του βαθύτερους γνώστες της Αλβανίας ,που διάβασε το κείμενο αυτό, μου είπε ότι σε μερικά σημεία είναι κάπως ιδεαλιστικό.
Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι πράγματι η προσέγγιση που προτείνω είναι πολυεπίπεδη και δυσχερής. Απαιτεί προσεκτικά αλλά σταθερά βήματα και πάνω απ’ όλα άριστη γνώση του χώρου και των προσώπων που κινούν τα νήματα. Χρειάζεται κινητικότητα, δημιουργικότητα, φαντασία και δυναμισμό. Το αντίθετο δηλαδή από τα χαρακτηριστικά που έχουν οι μέχρι τώρα κινήσεις που διακρίνονται για την γραφειοκρατική στατικότητά τους. Χρειάζεται διπλωματία του προσκήνιου και του παρασκηνίου, καθώς και προσωπικές σχέσεις εμπιστοσύνης με τους Αλβανους. Πανω απ΄όλα ,όμως, απαιτείται να χαραχτεί μια γραμμή σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Αλέξανδρος Μαλλιάς είναι πρέσβης επί τιμή, Ειδικός Σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ
απο: www.deropoli.com
ΠΗΓΗ:
«Ο εορτασμός των 100 χρόνων από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας, βρίσκει τις πολιτικές σχέσεις της Ελλάδας με την γείτονά μας σε ακινησία και, τολμώ να ισχυριστώ, αποτελμάτωση. Χαρακτηρίζονται από στατικότητα και έλλειψη θετικής ενέργειας. Οι πολιτικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών, είναι περιορισμένες. Γίνονται συνήθως στο περιθώριο κάποιας διεθνούς συνάντησης. Ουδέποτε στο παρελθόν, με εξαίρεση το “πέτρινο” διάστημα των είκοσι μηνών, Ιουλίου 1993 – Μαρτίου 1995, είχαμε τέτοια έλλειψη επαφών, επισκέψεων, δομημένου διαλόγου και διμερών διαβουλεύσεων σε πολιτικό επίπεδο…»
Αυτή είναι η εισαγωγική διαπίστωση ενός δημοσιεύματος του Αλέξανδρου Μαλλιά, Έλληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον και εκ των επαγγελματιών διπλωματών των σχέσεων μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας. Ο κ. Μαλλιάς δημοσίευσε ένα αναλυτικό άρθρο για το τι μέλλει γενέσθαι στις σχέσεις αυτές, οι οποίες είναι από τις παλαιότερες στην περιοχή των Βαλκανίων. Το δημοσίευμα αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ», αλλά προσωπικά το διάβασα στον αλβανικό τύπο.
Είναι το πρώτο αποκλειστικό δημοσίευμά μου σε ελληνικό ΜΜΕ, ωστόσο θεωρώ ότι συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι να το πράξω, δεδομένων και των βαρυσήμαντων διακυβευμάτων που πρεσβεύει ο κ. Μαλλιάς. Ο λόγος του πρέπει να εκληφθεί ως κώδωνας προβληματισμού και να αξιολογηθεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Επί του παρόντος, οι αλβανοελληνικές σχέσεις βρίσκονται σε «νεκρό σημείο» και το μόνο που καταφέρνει το στάτους κβο της στασιμότητας, ή της αμοιβαίας τήρησης αποστάσεων, είναι να τις δυσχεραίνει περαιτέρω. Τι συμβαίνει λοιπόν μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας;
Στην Ελλάδα, προσωπικά, με γνωρίζουν ως τέως Πρωθυπουργό και Υπουργό Αμύνης. Θέλω να πιστεύω, ωστόσο, ότι με ενθυμούνται και για κάτι άλλο, πολύ πιο οικείο και ανθρώπινο: για το γεγονός ότι οι Έλληνες γιατροί διέσωσαν τη ζωή της νεογέννητης κόρης μου. Τώρα η κόρη μου είναι αισίως δεκατριών ετών και το βαπτιστικό της όνομα, ύστερα και από δική μου επιμονή, είναι το όνομα της γιαγιάς μου και συνάμα το όνομα της Θεάς της πόλης που της έσωσε τη ζωή: Αθηνά.
Το συμβάν που μόλις σας εξιστόρησα, ανάγεται σε εκείνες τις καθημερινές ιστορίες μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων, οι οποίες, χωρίς να θέλω να λαϊκίζω, αποτελούν την πραγματική βάση της αμφοτεροβαρούς φιλίας μεταξύ των δύο εθνών μας. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολιτικοί, στις μεταξύ τους επαφές, τήρησαν πολλούς και διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς, με πολλά προσωπεία και με βαθμονομημένες δηλώσεις, οι οποίες αναντιρρήτως εκφέρονταν κατόπιν διπλού φιλτραρίσματος από τις αντίστοιχες διπλωματικές υπηρεσίες, ή ακόμη ήταν και παραφορτωμένες με υπερβολές που θα χαρακτήριζαν τις σχέσεις με κάποιο ασήμαντο κράτος.
Το δημοσίευμα του πρέσβη Μαλλιά αναδεικνύει μεγάλες αλήθειες, οι οποίες, ακόμη και ως ερωτήσεις, αποτελούν μέρος της σημερινής λογικής που διέπει τις αλβανοελληνικές σχέσεις. Κυρίαρχη θέση στην κατάταξη των σημερινών προβλημάτων, καταλαμβάνει η συμφωνία της
οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών μεταξύ των δυο χωρών, την οποία απέρριψε (ομοφώνως) ως αντισυνταγματική το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας. Η εντός της παρενθέσεως έκφραση, ενέχει ισχυρούς υπαινιγμούς, οι οποίοι δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεως, ειδικά για την ελληνική ευφυΐα.
Αφ’ ετέρου, η μη αναγνώριση του κράτους του Κοσσυφοπεδίου από την Ελλάδα, αποτελεί επί του παρόντος το πιο ισχυρό τεκμήριο για οιονδήποτε, στις περιοχές όπου διαβιούν Αλβανοί, επιθυμεί να εγείρει ερωτηματικά και να εκφράσει καχυποψίες για τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική πολιτική χειρίζεται τις σχέσεις με τον αλβανικό παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή. Μπορούμε να συνεχίσουμε με τις θεωρίες της συνομωσίας, οι οποίες ανάγονται στη ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας και στην περίφημη «συμμαχία Βελιγραδίου – Αθηνών», ισχυρισμοί επινοητικού, στην ουσία, χαρακτήρα. Εάν θα επιθυμούσατε την άποψή μου, θα έλεγα χωρίς περιστροφές ότι η ελληνική κωλυσιεργία στη λήψη αποφάσεων αναφορικά με την υπόθεση της αναγνώρισης του κράτους του Κοσσυφοπεδίου, συντέλεσε στο να καθίσταται η σερβική πολιτική όλο και πιο παρούσα και ελεγκτική στις σχέσεις της με τους Αλβανούς. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παραλείψουμε παράγοντες όπως η Κροατία, οι οποίοι επωφελούνται από το κενό που δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας στην περιοχή. Δεν θα ήταν πρέπον να επισημάνω ότι η γερμανική αρωγή δεν θα ήταν ουδόλως φειδωλή προς τους Κροάτες στην παρούσα φάση. Πιστεύω ότι οι ψύχραιμοι Έλληνες αναλυτές, δεν θα τσιγκουνευτούν επισημάνσεις του τύπου «ο Παντελή έχει κάποιο δίκιο»… Συγχρόνως, η Τουρκία «επελαύνει» στην περιοχή και μάλιστα, και ως οικονομικός παράγοντας. Τα σχόλια περιττεύουν και επί του προκειμένου επιφυλάσσομαι να επανέλθω κάποια άλλη φορά.
Ο πρέσβης κ. Μαλλιάς, εκφράζει μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για στενότερες σχέσεις της Ελλάδας με τον αλβανικό παράγοντα της πΓΔ της Μακεδονίας. Φοβάμαι όμως ότι ακριβώς στο συγκεκριμένο σημείο πρέπει να επιδείξουμε προσοχή. Στους Αλβανούς, όπως και στους Έλληνες άλλωστε, προκαλεί αποστροφή ο ρόλος του «χρησιμοποιούμενου».
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου έως το 1999, ο αλβανικός παράγοντας, δικαίως ή αδίκως, μπορούσε να αντιμετωπισθεί ως δευτερεύων και περιφερειακής σημασίας, πάνω στον οποίο έπρεπε να ασκηθεί πίεση προκειμένου να χαλιναγωγηθεί και να τηρηθεί υπό έλεγχο, ή να υποκινηθούν φιλοδοξίες αμφιλεγόμενων και αδαών μέχρι τότε Αλβανών πολιτικών να αποτελέσουν σοβαρούς παίκτες. Οι καιροί άλλαξαν περισσότερο από ό,τι άλλαξαν οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολιτικοί της περιοχής. Το ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο αυτό, είναι: Αποτελούν τα Σκόπια σήμερα και σε προοπτική χιλιετίας, σοβαρό πρόβλημα για το μέλλον της Ελλάδας, ή είναι το ορεκτικό, το οποίο, εμείς οι βαλκάνιοι πολιτικοί αρεσκόμαστε να γευόμαστε σιωπηλά, καθώς μάλιστα… «το μίσος στηρίζει τον τοπικισμό και αφανίζει την αγάπη για το γείτονα»… Η διπλωματική μου απάντηση είναι: ΔΕΝ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΩ! Αυτό που με βεβαιότητα όμως γνωρίζω είναι ότι εγώ, ο γιος μου, ο εγγονός μου, ο δισέγγονός μου και πολλοί Αλβανοί σήμερα και εις το διηνεκές, αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ένα κράτος δύο εθνοτήτων (binational) με πρωτεύουσα τα Σκόπια, θα συνιστούσε απειλή για την εθνική κυριαρχία της φίλης και γείτονος Ελλάδας. Δεν κάνω χρήση της λέξης «φίλη» ως «διπλωματικό» τρικ ή ως υπεκφυγή. Οι Έλληνες και οι πολιτικοί τους θα πρέπει να γνωρίζουν στο πλευρό τίνος θα σταθούν οι Αλβανοί σε περίπτωση μιας υποθετικής σύρραξης, εφάμιλλης μιας χολιγουντιανής φαντασίας. ΟΜΩΣ… συμφωνώ για την ύπαρξη τέτοιων σεναρίων συνομωσιολογίας. Μια συμμαχία άσκησης πίεσης είναι δυνατόν να συγκροτηθεί ως αντίβαρο στο «μακεδονικό ζήτημα», θεωρώντας την πΓΔ της Μακεδονίας σαν θύμα. Μπορεί να πλασαριστεί στην Ελλάδα έτσι, ώστε να προκληθούν δυσάρεστες και περίπλοκες καταστάσεις, οι οποίες θα την εκτόπιζαν από τη σημερινή γεωπολιτική της θέση, περιθωριοποιώντας την και αποσπώντας την από το συμφυή της ρόλο στην περιοχή.
Και ενώ διατύπωνα τις σκέψεις του δημοσιεύματος αυτού, μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω ένα άλλο δημοσίευμα (εισήγηση στη Βιέννη στις 15 Μαρτίου, σε συνάντηση που είχε διοργανώσει η Πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας και η Διπλωματική Ακαδημία), όπου ο πρέσβης κ. Μαλλιάς εξέφρασε την άποψη ότι «το Κοσσυφοπέδιο είναι ο γείτονάς μας (δηλ. της Ελλάδας), ο πιο πρόσφατος γείτονας…» Τι είναι τούτο;! Ίσως εγώ έχω μια ασαφή αντίληψη περί του ποιος είναι «γείτονας». Γνωρίζω ότι μεταξύ της Ελλάδας και του Κοσσυφοπέδιο υφίσταται ένα κράτος με πρωτεύουσα τα Σκόπια, όπου λειτουργεί και ελληνική πρεσβεία και το οποίο είναι μέλος την Ηνωμένων Εθνών. Και δεν είμαι διόλου είρων! Ο εσωτερικός μου προβληματισμός – και ίσως όχι δημόσιος – είναι εάν αυτό συνιστά παρεξήγηση ή «αντίτιμο»;!
Οι υπαινιγμοί πρέπει να εκληφθούν σαν ένα σταυροδρόμι, όχι μόνο για την περιφερειακή πολιτική της Ελλάδας. Με τους Αλβανούς δεν πρέπει να μιλάς στη γλώσσα των Σειρήνων. Η ασάφεια είναι σημάδι της συλλογικής βαλκανικής μας αδυναμίας.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας αναδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο της αναφορικά με την εξωτερική της πολιτική έναντι της Αλβανίας. Η «μακεδονοποίηση» της ελληνικής διπλωματίας, την οποία προσωπικά θα χαρακτήριζα ως τεχνητή, για να συνιστά μια επιβεβαιωτική αξία της αποστολής της, δεν μπορεί να αποτελεί τη μονάδα μέτρησης στην προσέγγιση των αλβανοελληνικών σχέσεων. Στην περιοχή μας, με την υποκίνηση των «διπλωματικών κατηχήσεων», δημιουργούνται πρότυπα που οδηγούν στο πουθενά τα κράτη και τις μεταξύ τους σχέσεις και διευκολύνουν τρίτους παίκτες να αναπληρώσουν τα όποια κενά δημιουργούνται. Το σκηνικό, μιλάει από μόνο του. Η Σερβία εμποδίζει το Κοσσυφοπέδιο, η Ελλάδα εμποδίζει την πΓΔ της Μακεδονίας, η Ρουμανία εγείρει θέμα «δικαιωμάτων» για τους Βλάχους της Σερβίας, η
Ουγγαρία για τους δικούς της στη Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Η Βοσνία διαιρεμένη σε εθνικά συμφέροντα και… η Ιστορία μοιάζει σαν να ακολουθεί τροχιά οπισθοδρόμησης. Οι διπλωμάτες δεν πρέπει να αναζητούν στην Ιστορία τον «ερμηνευτή» των σημερινών προβλημάτων, αλλά να προνοούν έτσι, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Με λύπη μου θα επισημάνω ότι στις απόψεις του κυρίου Μαλλιά διαπίστωσα μια προσέγγιση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, που «μύριζε μακεδονοποίηση». Αυτό δεν μπορεί να είναι το μέλλον των σχέσεών μας. Αναμφίβολα υπάρχουν προκλήσεις, οι οποίες ανάγονται τόσο στις παρακαταθήκες, όσο και στις παρεμβατικές ή επεμβατικές συμπεριφορές «τρίτων», αλλά και στο ριζοσπαστικό λόγο διάφορων επιτήδειων, ένθεν κακείθεν, οι οποίοι καραδοκούν να εξαπατήσουν εκ νέου την Ιστορία και να προκαλέσουν εμπλοκή στις αλβανοελληνικές σχέσεις.
Αλβανοί και Έλληνες πρέπει να προετοιμαστούμε για νέες εταιρικές σχέσεις μεταξύ μας. Πρέπει να αρνηθούμε να βλέπουμε τις χώρες μας πολιορκημένες από «αλυσίδες» «αδιαπραγμάτευτων» και περίπλοκων καταστάσεων. Οφείλουμε να υπερβούμε εαυτούς και να υψωθούμε πάνω από τη ματαίωση της εποχής που διανύουμε. Χρειαζόμαστε ένα θετικό ταρακούνημα στο βωμό της κοινής τύχης που οι δυο λαοί μας μοιράστηκαν, χωρίς σύγχυση της πολιτικής και της διπλωματίας. Εκφράζω την προσδοκία ότι η ελληνική πολιτική, με την έντονη διαίσθηση που τη χαρακτηρίζει, θα κινηθεί στη σωστή κατεύθυνση έναντι του αλβανικού παράγοντα, σε μια μεταλλαγμένη «μεταγιουγκοσλαβική» περιοχή. Και εάν αυτό συμβεί, οι εκπλήξεις στις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, θα είναι ευχάριστες. Είτε το επιθυμούμε, είτε όχι, μάλλον χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται στο προσκήνιο της διεθνούς κοινής γνώμης με μια καλή και μια κακή είδηση. Η κακή είδηση είναι η οικονομική κρίση και τα τραύματά της. Ωστόσο, η καλή είδηση είναι ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η Ελλάδα έχει ηγέτες που δεν δειλιάζουν να λάβουν αποφάσεις και το πράττουν χωρίς να αναλογίζονται το τρέχον κόστος, διότι σκοπεύουν να προσφέρουν στην πατρίδα τους ένα αξιοπρεπές αύριο.
Σκοπός του δημοσιεύματός μου αυτού δεν είναι να παραστήσω «τον δάσκαλο» ενώπιον του έθνους που γέννησε την πολιτική ως πολιτική και όχι ως δοκησισοφία. Είναι προβληματισμοί ενός Αλβανού, φίλου πολλών Ελλήνων, από τα κοντινά και ταυτόχρονα μακρινά Τίρανα, που δεν επιθυμεί, όπως ο πρέσβης κύριος Μαλλιάς, να κρούει τη θύρα των αλβανοελληνικών σχέσεων με το ρητορικό ερώτημα των Λατίνων «Quo vadis?». Οι χαλεποί καιροί, μας αλλάζουν. Εύχομαι αυτό να συμβεί και μεταξύ των δύο αρχαιότερων λαών της Βαλκανικής.
Ο Pandeli Majko, είναι βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρώην πρωθυπουργός της Αλβανίας
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=6898
Παραθέτουμε επίσης το άρθρο του κ. Αλέξανδρου Μαλλιά
Ο εορτασμός των 100 χρόνων από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας βρίσκει τις πολιτικές σχέσεις της Ελλάδος με την γειτονική μας σε κατάσταση ακινησίας και τολμώ να ισχυριστώ αποτελμάτωσης. Χαρακτηρίζονται από στατικότατα και έλλειψη θετικής ενεργείας. Οι πολιτικές επαφές μεταξύ των δυο χώρων είναι περιορισμένες . Γίνονται συνήθως στο περιθώριο κάποιας διεθνούς συνάντησης. Ουδέποτε στο παρελθόν-με εξαίρεση το ’’πέτρινο’’ εικασμένο Ιουλίου 1993- Μαρτιου 1995- είχαμε τέτοια έλλειψη επαφών, επισκέψεων, δομημένου διαλόγου και διμερών διαβουλεύσεων σε πολίτικο επίπεδο.
Και ας μην ξεχνάμε ότι με την απόφαση της συνάντησης κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρεστι, πριν τρία χρόνια, η Ελλάδα και η Αλβανία είναι σύμμαχοι .
Η Αθήνα ,ήδη από το 2010, είχε επιλέξει να υποβαθμίσει τις διμερείς επαφές και διαβουλεύσεις με τα Τίρανα στο επίπεδο του υπηρεσιακού Γενικού Γραμματέα. Οι υπηρεσιακές διαβουλεύσεις και επαφές στο επίπεδο αυτό είναι συνηθισμένες στις σχέσεις για παράδειγμα μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπουργοί της Ε.Ε. συναντώνται τακτικά. Σχεδόν κάθε εβδομάδα. Στα Βαλκάνια, όμως, μόνο σαν έλλειψη ενδιαφέροντος ή δυσθυμίας μπορούν να χαρακτηρισθουν. Δινουν μεν το στίγμα των προθέσεων και διαθέσεων, χωρίς όμως να δρομολογούν λύσεις. Δεν μπορούν να δώσουν διέξοδο προκαλέσουν απεμπλοκή. Ιδίως όταν οι εκκρεμότητες απαιτούν πολιτική ευθύνη και απόφαση.
Η Ελληνική πλευρά εκτιμά ότι με τον τρόπο αυτό αντιδρά στην υπαναχώρηση της Αλβανίας από την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών και σε ενοχλητικές εκδηλώσεις οργανωμένων πλέον πολιτικών παρατάξεων που σχετίζονται με τους λεγόμενους Τσάμηδες. Επίσης ,σε σχέση με την Ελληνική Εθνική Μειονότητα
Στην πραγματικότητα, η απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος, με την πραγματική εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης στην αναζήτηση διεξόδου και λύσεων σε πολίτικο επίπεδο, όπου τούτο είναι εφικτό, δεν είναι κάτι που ανησυχεί η προβληματίζει την Αλβανία.
Γιατί ; H απάντηση είναι απλή: Διότι Αλβανική πλευρά -τόσο η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σάλι Μπερίσα όσο και η αντιπολίτευση του σοσιαλιστή Αντί Ράμα -θεωρούν με τη σειρά τους ότι η σημερινή Ελλάδα είναι αδύναμη και αμήχανη καθώς ,κατά τα Τίρανα, δεν έχει την βούληση , ενδεχομένως δε και τη δυνατότητα , να συζητήσει και να προχωρήσει στην αντιμετώπιση ορισμένων θεμάτων.
Μέχρι πολύ πρόσφατα ,ίσως ακόμη και σήμερα, η Ελλάδα αντιμετώπιζε την Αλβανία και τους Αλβανούς με αντιφατικά αισθήματα φοβίας και υπεροψίας. Η Αλβανία , κυρίως δε το πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο των Τιράνων, αντιμετωπιζε την Ελλάδα με φόβο, καχυποψία και ανασφάλεια. Τα τελευταία τρία χρόνια προστέθηκε και η υπεροψία.
Η Αθήνα διερωτάται εάν τα Τίρανα έχουν πράγματι μια φανερή ατζέντα σε βάρος της Ελλάδος ( Τσάμηδες) και τα Τίρανα ανησυχούν ακόμη- δυστυχώς- κατά ποσό η Ελλάδα έχει κρυφή ατζέντα. Έτσι άλλωστε ερμηνεύουν και την διατήρηση από την Αθήνα της ασάφειας σε σχέση με την ισχύ των νομικών συνεπειών του λεγομένου εμπόλεμου.
Στην πραγματικότητα, στις σχέσεις μας δεν επικρατεί η λογική. Επικρατεί η λογική των δημοσίων δηλώσεων και των παρερμηνειών. Επικρατει ένας αναχρονισμός.
Η ειδικότητα που άμεσα απαιτείται για την ακριβή διάγνωση των σχέσεων των δυο χώρων είναι αυτή του ψυχαναλυτή και όχι αυτή του διπλωμάτη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διπλωματία δεν είναι επίσης μια κατεξοχήν άσκηση ψυχολογίας.
Δεν πρέπει επίσης να υποτιμηθεί η σημασία και η εμβέλεια επεμβάσεων και παρεμβάσεων στις σχέσεις των Αθηνών με τον αλβανικό παράγοντα τρίτων χώρων όπως της Σερβιας, της Τουρκιάς και της Ιταλίας. Αφανώς και εμφανώς.
Έχω την εντύπωση ότι τόσο τα Τίρανα όσο και η Αθήνα ’’βολεύονται’’ μάλλον από τη σημερινή κατάσταση. Στην Αθήνα η πολιτική μας παρέμβαση αρχίζει και τελειώνει με τις δηλώσεις του ταλαντούχου εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Στην πραγματικότητα, η παράταση της σημερινής κατάστασης δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ελλάδος, ενώ αποδυναμώνει συνεχώς και τον γενικότερο ρολό που φιλοδόξει ή μάλλον που φιλοδοξούσε να παίξει.
Στα Τίρανα, ακούω ολοένα και συχνότερα δηλώσεις αμφίσημες, επίσημες και ημιεπίσημες, που δεν οδηγούν κάπου και δεν πρόκειται να αποφέρουν κάτι το θετικό.
Νομίζω επίσης ότι ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών Έντμοντ Χατζηνάστο, που θεωρητικά ανήκει στη λεγόμενη σύγχρονη γένια πολιτικών, θα έπρεπε να αποφύγει να μιλήσει τόσο απαξιωτηκά και περιφρονητικά για την ετοιμότητα να δηχθεί ’’έλληνες μετανάστες στην Αλβανία’’.
Αν μη τι άλλο διότι με την αποστροφή του αυτή έμοιαζε να δικαιολογεί όσους στην Ελλαδα, πριν από μια εικοσαετια, φέρθηκαν απαξιωτικά στις χιλιάδες Αλβανών μεταναστών που διέσχιζαν πεζή τα σύνορα προκειμένου να επιβιώσουν .
Η στασιμότητα που επικρατεί σήμερα στις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα της αναγνώρισης της Δημοκρατίας του Κόσσοβου , μπορούν να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά μιας συνολικής πολίτικης μας στις σχέσεις με τους αλβανούς γείτονες ;
Γιατί αν παραμείνουμε απλά στη διάγνωση και παθητική παρατήρηση της κατάστασης δεν βλέπω τη δυνατότητα να βγούμε, στο ορατό μέλλον, από τα χαρακώματα.
Πριν από ένα χρόνο περίπου, είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω στο Υπουργείο Εξωτερικών μια συνολική πρόταση-πλαίσιο για τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Ελλάδας με την Αλβανία , το Κόσσοβο και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει, ανέπτυξα τις σκέψεις μου με συνεντεύξεις στις εφημερίδες Ουτρίνσκι Βέσνικ των Σκοπίων, Κόχα Ντιτόρε του Κοσόβου και Γκαζέττα Σκιπιτάρε των Τιράνων.
Συζήτησα επίσης με Αλβανούς ηγέτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους και εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών τα ονόματα των οποίων σκοπίμως παραλείπω.
Η αντίδραση τους ήταν καταρχήν θετική, αν και κάποιοι θεώρησαν την διαδικασία περίπλοκη. Σχετικό άρθρο δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό “Άμυνα και Διπλωματία” (Δεκ.2011).
Καταγράφω τρεις αναγκαίες αρχές ταυτόχρονα δε και προτεραιότητες για την ελληνική πολιτική:
Πρώτον, να διευθετηθούν οριστικά οι εκκρεμότητες με την Αλβανία στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αναγνώρισης του Κοσόβου.
Δεύτερον, να χαραχθεί μια ολιστική προσέγγιση της Ελλάδας με τους Αλβανούς στις τρεις γειτονικές μας χώρες (την Αλβανία, την ΠΓΔΜ και το Κόσοβο).
Τρίτον, η Ελλάδα να εξασφαλίσει, μέσω αυτής της διαδικασίας, ικανοποιητική λύση στα θέματα που την ενδιαφέρουν και την απασχολούν.
Το σημαντικότερο χαρτί που έχει σήμερα η Ελλάδα στα χεριά της, οχι όμως επ΄άπειρον, είναι η αναγνώριση της Δημοκρατίας του Κοσσόβου από την Ελλάδα. Προϋποθέτει την έναρξη ενός πολιτικού διαλόγου, μιας διαδικασίας μέσα από την οποία η Ελλάδα θα επιδιώξει να εξασφαλίσει τα δικά της συμφέροντα. Η προτεινόμενη πλατφόρμα περιλαμβάνει και τα ακόλουθα :
έναρξη πολιτικού διαλόγου μεταξύ Αθηνών και Πρίστινας με στόχο την εκπόνηση αμοιβαία αποδεκτού κειμένου το οποίο θα έχει τη μορφή Συμφωνίας ή Σύμφωνου. Στη συνέχεια, θα υποβληθεί προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων και την αντίστοιχη Βουλή του Κοσσόβου.
Εξασφάλιση των συμφερόντων της Ελλάδος σε σχέση με το σύνολο του αλβανικού παράγοντα στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες ( Αλβανία, ΠΓΔΜ και Κόσσοβο).
Εγκατάλειψη στη πράξη και όχι στα λόγια από την Αλβανία και ορισμένες αλβανικές ομάδες και οργανώσεις ενοχλητικών για την Ελλάδα ζητημάτων που τίθενται μάλιστα με ασυνήθιστη ένταση και τροφοδοτούν, αρνητικά, την κοινή γνώμη.
Αλλαγή στάσης των αλβανικών ΜΜΕ και της ρητορικής ορισμένων Αλβανών πολιτικών κατά της Ελλάδος.
Ζητήματα που αφορούν στην ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία.
Άρση της εκκρεμότητας για την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών.
Νομοθετική ρύθμιση από την Ελλάδα της άρσης της ’’Εμπόλεμης Κατάστασης ’’με την Αλβανία. Πρόκειται για μια εκκρεμότητα που θα μπορούσε να συνδυασθεί με την τροποποίηση ενός άρθρου της Συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ώστε ,με τη κύρωση της από τα κοινοβούλια της Ελλάδας και της Αλβανίας, να αίρεται κάθε παρερμηνεία σε σχέση με τα χερσαία και θαλασσιά σύνορα μεταξύ των δυο συμμαχικών χώρων.
Είναι αυτονόητο ότι μέσα από την διαδικασία αυτή η Ελλάδα θα φροντίσει να προστατεύει και να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της. Ο θεμελιώδης κανόνας της διαπραγμάτευσης αυτής θα είναι ’’ τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο εάν δεν υπάρξει γενική συμφωνία’’. Η εάν προτιμάτε ’’δεν υπάρχει μερική συμφωνία χωρίς συνολική συμφωνία’’.
Η αναπόφευκτη “ αύριο” αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου από την Ελλάδα πρέπει να αποτελέσει μια διαδικασία, που θα ξεκινήσει σήμερα. Δεν είναι κάτι που θα συμβεί με αυτοματισμούς.
Επισης, καλόν είναι η Ελλάδα να δει λίγο και τα δικά της συμφέροντα εκτός του πλαισίου που ορίζει η μας λέγει ότι ορίζει το Βελιγράδι. Η Σερβία είναι σε θέση -και το πράττει ήδη πίσω από τις κλειστές πόρτες στις Βρυξέλλες-να προασπίσει και να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα σε σχέση με την Αλβανία και το Κόσσοβο. Καλές οι διαχρονικά ετεροβαρείς φίλιες, προτιμότερη όμως η προσπάθεια διασφάλισης των ελληνικών συμφερόντων.
Πρέπει, επίσης, να διαλύσουμε την επικρατούσα αντίληψη περί ύπαρξης ομάδας πέντε κρατών- μελών της Ε.Ε. που δεν αναγνωρίζουν το Κόσοβο. Δεν υπάρχει τέτοια ομάδα. Τα κράτη αυτά δεν δρουν ως ομάδα. Για το καθένα υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα και ανησυχίες, οι οποίες οδήγησαν στη μη λήψη της απόφασης αναγνώρισης. Τα αίτια που εμποδίζουν την Ισπανία είναι πολύ διαφορετικά απ’ αυτά της Ελλάδας.
Εάν η Ισπανία αναγνωρίσει το Κόσσοβο- πράγμα που δεν αποκλείω μετά την κυβερνητική αλλαγή του Νοέμβριου- εκτιμώ ότι δεν θα αργήσει να ακολουθήσει και η Ρουμάνια. Η Σλοβακία δεν νομίζω ότι συνιστά βάση αναφοράς για την ελληνική πολιτική και διπλωματία. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια ξεχωριστή περίπτωση . Έχει τους δικούς της λογούς ,που είναι σεβαστοί.
Η Ελλάδα δεν έχει πει ότι δεν θα αναγνωρίσει ποτέ την ανεξαρτησία του Κοσόβου .Το Κόσοβο είναι ανεξάρτητο κράτος και αυτό δεν αλλάζει. Όλοι γνωρίζουμε ότι το κράτος του Κοσόβου υπάρχει και θα υπάρχει. Αυτό το γνωρίζει η Ελλάδα, το γνωρίζουν και άλλοι. Το γνωρίζει και η Σερβία.
Είναι βέβαιο ότι ανασταλτικό ρολό στην ελληνική πολιτική και στην τόνωση της αρνητικής προδιάθεσης της ελληνικής κοινής γνώμης έχουν παίξει τα τελευταία χρόνια οι θέσεις των αλβανικών μέσων ενημέρωσης στα Τίρανα. Δεν βοηθούν την αναγκαία στήριξη μιας προσέγγισης της Ελλάδας με την Πρίστινα ούτε και στην αναγνώριση του Κοσσόβου .Όπως καθόλου δεν βοηθούν επίσης δηλώσεις και πράξεις ορισμένων Αλβανών πολιτικών και συγκεκριμένων ομάδων .
Σημειώνω ότι το Έλληνα-Αλβανικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονιάς και Ασφάλειας που υπεγράφη στις 21 Μάρτιου 1996, στα Τίρανα και τέθηκε σε ισχύ στις 9 Μάρτιου 1998, έχει εικοσαετή διάρκεια και συνεπώς, καταληκτική ημερομηνία. Σύμφωνα με το Άρθρο 20 παρ.2 ,η ισχύς του ανανεώνεται αυτόματα για μια νέα πενταετία, εκτός εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη γνωστοποιήσει γραπτώς στο άλλο την απόφαση του να τη καταγγείλει, ένα τουλάχιστον χρόνο πριν από τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου. Καλόν θα ήταν τόσο η Ελλάδα όσο και η Αλβανία να επαναλάβουν τις διμερείς διαβουλεύσεις επί τη βάσει του Άρθρου 17, που είχαν δρομολογηθεί τον Σεπτέμβριο του 2004. Ώστε να μη βρεθούν ενώπιων αναπάντεχων εκπλήξεων .
Όσον αφορά στους Αλβανούς των Σκοπίων. Την στιγμή αυτή του εθνικιστικού παροξυσμού που καθοδηγείται από τον κ. Κρούεφσκι, οι Αλβανοί της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, απογοητευμένοι λόγω της απομάκρυνσης της προοπτικής ένταξης στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν για πρώτη φορά την ιστορική ευκαιρία και τη δυνατότητα να πετύχουν αυτό στο όποιο απέτυχε- διότι αυτή ήταν η επιλογή της ηγεσίας της- η Σλαβομακεδονική πλειοψηφία.
Πως; Με την υπογραφή κοινής πολιτικής διακήρυξης όλοι οι Αλβανοί πολιτικοί ηγέτες στα Σκόπια και στο Τέτοβο να αφήσουν κατά μέρος τις προσωπικές και κομματικές τους διαφορές και να αναλάβουν τη πρωτοβουλία:
Να αποτελέσουν τη γέφυρα συνεννόησης με την Ελλαδα, περιθωριοποιόντας την εθνικιστική πολιτική τάξη του Γκρούεφσκι.
Να συμβάλλουν καταλυτικά στην επίλυση του θέματος της ονομασίας .
Nα οδηγήσουν τη χωρά τους στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και κάτι ακόμη. Ας μη σπεύσει ο κ. Γκρούεφσκι με τα εξαρτώμενα και ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης να μας προσάψουν και πάλι μομφή ότι δήθεν η Ελλάδα απεργάζεται ’’σκοτεινές συνωμοσίες’’ με τους Αλβανούς σε βάρος της χώρας του. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι Αλβανοί των Σκοπίων, εάν οι ίδιοι το αντιληφτούν και το θελήσουν, μπορούν να πετύχουν για τη χώρα τους στόχους που η δική του εθνικιστική πολιτική απομάκρυνε.
Η διαδικασία και η προοπτική σύμπλευσης πρέπει και μπορεί να καταστήσει σαφές πόσο σημαντική είναι η Ελλάδα για τους Αλβανούς και στην Ελλάδα το σημαντικό ρολό έχουν στα Βαλκάνια οι Αλβανοί γείτονες μας.
Ένας κάλος συνάδελφος, από του βαθύτερους γνώστες της Αλβανίας ,που διάβασε το κείμενο αυτό, μου είπε ότι σε μερικά σημεία είναι κάπως ιδεαλιστικό.
Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι πράγματι η προσέγγιση που προτείνω είναι πολυεπίπεδη και δυσχερής. Απαιτεί προσεκτικά αλλά σταθερά βήματα και πάνω απ’ όλα άριστη γνώση του χώρου και των προσώπων που κινούν τα νήματα. Χρειάζεται κινητικότητα, δημιουργικότητα, φαντασία και δυναμισμό. Το αντίθετο δηλαδή από τα χαρακτηριστικά που έχουν οι μέχρι τώρα κινήσεις που διακρίνονται για την γραφειοκρατική στατικότητά τους. Χρειάζεται διπλωματία του προσκήνιου και του παρασκηνίου, καθώς και προσωπικές σχέσεις εμπιστοσύνης με τους Αλβανους. Πανω απ΄όλα ,όμως, απαιτείται να χαραχτεί μια γραμμή σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Αλέξανδρος Μαλλιάς είναι πρέσβης επί τιμή, Ειδικός Σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ
απο: www.deropoli.com
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου