Από την εφημερίδα:
Ελεύθερη Ώρα 19/2/12
Ελεύθερη Ώρα 19/2/12
1914 : Ο ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Γράφει ο Γεώργιος Κουρκούτας - Καθηγητής Φιλόλογος
Ένα μόνιμο ανοιχτό θέμα για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική τα τελευταία 100 χρόνια αποτελεί το λεγόμενο «Βορειοηπειρωτικό». Πρόκειται δηλαδή για την εκκρεμότητα του Θέματος της Περιοχής της Βορείου Ηπείρου ,που ενώ από την Αρχαιότητα υπήρξε Πολιτιστικά και Εθνικά τμήμα της Ενιαίας Ηπείρου , τον Δεκέμβριο του 1913 με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας ( με την ύπουλη και καιροσκοπική Πολιτική των τότε Μεγάλων Δυνάμεων ) παραχωρήθηκε στην νεοσύστατη Αλβανία . Παρότι κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913 ) η Ήπειρος ( και η Νότιος και η Βόρειος ) είχε απελευθερωθεί από τον Ελληνικό Στρατό , τώρα αυτή διχοτομείται με έναν κυνικό τρόπο. Τότε εμφανίζεται ιστορικώς για πρώτη φορά ο όρος «Βόρειος Ήπειρος» .
Η απόφαση της Φλωρεντίας αποτελούσε μία κατάφωρη αδικία εις βάρος του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου , ενός χώρου που προσέφερε στην Ελλάδα τόσες προσωπικότητες .Μάλιστα , όταν δημιουργήθηκε στον 19ο αιώνα το μικρό νέο Ελληνικό Κράτος οι βορειοηπειρώτες Εθνικοί Ευεργέτες ήσαν αυτοί που παρείχαν τα πάντα στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις του Ελληνισμού ,μαζί με τους λοιπούς Ευεργέτες από Ιωάννινα και Μέτσοβο. Αρκεί να αναφέρουμε τους εξαδέλφους Ζάππα από το Λάμποβο Αργυροκάστρου (δημιουργούς του Ζαππείου Μεγάρου ) και την οικογένεια Σίνα από την Μοσχόπολη Κορυτσάς (με τα λαμπρά έργα της Ακαδημίας και του Αστεροσκοπείου στην Αθήνα ).
Μετά την απόφαση της Φλωρεντίας ,στις 13 Φεβρουαρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοινώνουν στην Ελληνική Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου την απόφασή τους για την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία .Ήταν μία απόφαση που συγκλόνισε τον Ελληνισμό .Οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα εδάφη της Β. Ηπείρου ως απελευθερωτές , υποχρεώθηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση να εκκενώσουν τα εδάφη υπακούοντας στην διαταγή των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η απόφαση της Φλωρεντίας αποτελούσε μία κατάφωρη αδικία εις βάρος του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου , ενός χώρου που προσέφερε στην Ελλάδα τόσες προσωπικότητες .Μάλιστα , όταν δημιουργήθηκε στον 19ο αιώνα το μικρό νέο Ελληνικό Κράτος οι βορειοηπειρώτες Εθνικοί Ευεργέτες ήσαν αυτοί που παρείχαν τα πάντα στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις του Ελληνισμού ,μαζί με τους λοιπούς Ευεργέτες από Ιωάννινα και Μέτσοβο. Αρκεί να αναφέρουμε τους εξαδέλφους Ζάππα από το Λάμποβο Αργυροκάστρου (δημιουργούς του Ζαππείου Μεγάρου ) και την οικογένεια Σίνα από την Μοσχόπολη Κορυτσάς (με τα λαμπρά έργα της Ακαδημίας και του Αστεροσκοπείου στην Αθήνα ).
Μετά την απόφαση της Φλωρεντίας ,στις 13 Φεβρουαρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοινώνουν στην Ελληνική Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου την απόφασή τους για την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία .Ήταν μία απόφαση που συγκλόνισε τον Ελληνισμό .Οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα εδάφη της Β. Ηπείρου ως απελευθερωτές , υποχρεώθηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση να εκκενώσουν τα εδάφη υπακούοντας στην διαταγή των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η δημιουργία του Αλβανικού κράτους το 1912 δεν ήταν αποτέλεσμα αγώνων ενός λαού που ζητούσε την απελευθέρωση του και την ανεξαρτησία του από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά επινόηση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας οι οποίες ενεργούσαν η κάθε μία για ίδιο συμφέρον.
Το εθνικό συναίσθημα ήταν άγνωστο στους Αλβανούς μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα . Οι πιστοί στο Ισλάμ Αλβανοί του Βορρά ένιωθαν Τούρκοι, ενώ οι Ορθόδοξοι του Νότου, όπου υπήρχαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί καθώς επίσης και αρκετοί μουσουλμάνοι, Έλληνες κάτοικοι της Ηπείρου. Εθνικά συνειδητοποιημένοι ήσαν μόνο οι Αλβανόφωνοι του σημερινού Κοσσυφοπεδίου.
Τον Οκτώβριο του 1912 ξεκινά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος . Ο Ελληνικός Στρατός σύντομα κατακτά μεγάλο μέρος της Μακεδονίας.
Μετά από το μακεδονικό μέτωπο ο Ελληνικός Στρατός με τη νικηφόρα προέλαση του ελευθέρωνε τους Αγ. Σαράντα, την Κορυτσά, τα Ιωάννινα, το Αργυρόκαστρο , την Κλεισούρα, το Τεπελένι. Η Χειμάρρα είχε ελευθερωθεί νωρίτερα από εθελοντές με αρχηγό τον Χειμαρριώτη μακεδονομάχο Σπύρο Σπυρομήλιο. Ο πληθυσμός των περιοχών αυτών με απερίγραπτο ενθουσιασμό εκδήλωνε τα ακραιφνή Ελληνικά του αισθήματα προς τον ελευθερωτή Ελληνικό στρατό, και συνέτασσε ψηφίσματα και υπομνήματα μετά από πάνδημα συλλαλητήρια πίστης και αφοσίωσης προς τον Διάδοχο Γεώργιο που επισκέφθηκε την περιοχή . Το περιεχόμενο των ψηφισμάτων και των υπομνημάτων αυτών αποτελεί αδιάψευστο ιστορικό ντοκουμέντο της Ελληνικότητας της Βορείου Ηπείρου ιδιαίτερα περιοχών, που δεν αναγνωρίζονται από τους Αλβανούς ότι κατοικούνται από Βορειοηπειρώτες Έλληνες .
Καταπληκτικό είναι το γεγονός ότι οι Μουσουλμάνοι της περιοχής δεν διαφοροποιούνται στα αισθήματα προς την Ελλάδα από τους Χριστιανούς. Και αυτό, γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν ΄Ελληνες στην καταγωγή, εξισλαμισθέντες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Μικρά παιδιά, γυναίκες και άνδρες μέχρι τα κατάλευκα γηρατειά, εκδήλωναν την Ελληνικότητα τους με τρόπο, που δεν αφήνει ασυγκίνητο και τον πιο ψύχραιμο ερευνητή. Πόθος όλων η ένωση με τη μητέρα Ελλάδα και πρόθεση τους ο αγώνας μέχρις εσχάτων για την ελευθερία. Δυστυχώς, με τη λήξη του Α' Βαλκανικού πολέμου και με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913, συναρτήθηκε η τύχη της Βορείου Ηπείρου με αυτή των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου , σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης. Τα νησιά του Αιγαίου θα δίνονταν στην Ελλάδα μόνο εάν η χώρα μας θα " εδέχετο άνευ αντιρρήσεων, όπως η Βόρειος Ήπειρος περιληφθή εντός των Αλβανικών συνόρων".
Έτσι έφτασε η κυνική πράξη της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913.
Η δημιουργία του Αλβανικού κράτους το 1912 δεν ήταν αποτέλεσμα αγώνων ενός λαού που ζητούσε την απελευθέρωση του και την ανεξαρτησία του από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά επινόηση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας οι οποίες ενεργούσαν η κάθε μία για ίδιο συμφέρον.
Το εθνικό συναίσθημα ήταν άγνωστο στους Αλβανούς μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα . Οι πιστοί στο Ισλάμ Αλβανοί του Βορρά ένιωθαν Τούρκοι, ενώ οι Ορθόδοξοι του Νότου, όπου υπήρχαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί καθώς επίσης και αρκετοί μουσουλμάνοι, Έλληνες κάτοικοι της Ηπείρου. Εθνικά συνειδητοποιημένοι ήσαν μόνο οι Αλβανόφωνοι του σημερινού Κοσσυφοπεδίου.
Τον Οκτώβριο του 1912 ξεκινά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος . Ο Ελληνικός Στρατός σύντομα κατακτά μεγάλο μέρος της Μακεδονίας.
Μετά από το μακεδονικό μέτωπο ο Ελληνικός Στρατός με τη νικηφόρα προέλαση του ελευθέρωνε τους Αγ. Σαράντα, την Κορυτσά, τα Ιωάννινα, το Αργυρόκαστρο , την Κλεισούρα, το Τεπελένι. Η Χειμάρρα είχε ελευθερωθεί νωρίτερα από εθελοντές με αρχηγό τον Χειμαρριώτη μακεδονομάχο Σπύρο Σπυρομήλιο. Ο πληθυσμός των περιοχών αυτών με απερίγραπτο ενθουσιασμό εκδήλωνε τα ακραιφνή Ελληνικά του αισθήματα προς τον ελευθερωτή Ελληνικό στρατό, και συνέτασσε ψηφίσματα και υπομνήματα μετά από πάνδημα συλλαλητήρια πίστης και αφοσίωσης προς τον Διάδοχο Γεώργιο που επισκέφθηκε την περιοχή . Το περιεχόμενο των ψηφισμάτων και των υπομνημάτων αυτών αποτελεί αδιάψευστο ιστορικό ντοκουμέντο της Ελληνικότητας της Βορείου Ηπείρου ιδιαίτερα περιοχών, που δεν αναγνωρίζονται από τους Αλβανούς ότι κατοικούνται από Βορειοηπειρώτες Έλληνες .
Καταπληκτικό είναι το γεγονός ότι οι Μουσουλμάνοι της περιοχής δεν διαφοροποιούνται στα αισθήματα προς την Ελλάδα από τους Χριστιανούς. Και αυτό, γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν ΄Ελληνες στην καταγωγή, εξισλαμισθέντες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Μικρά παιδιά, γυναίκες και άνδρες μέχρι τα κατάλευκα γηρατειά, εκδήλωναν την Ελληνικότητα τους με τρόπο, που δεν αφήνει ασυγκίνητο και τον πιο ψύχραιμο ερευνητή. Πόθος όλων η ένωση με τη μητέρα Ελλάδα και πρόθεση τους ο αγώνας μέχρις εσχάτων για την ελευθερία. Δυστυχώς, με τη λήξη του Α' Βαλκανικού πολέμου και με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913, συναρτήθηκε η τύχη της Βορείου Ηπείρου με αυτή των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου , σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης. Τα νησιά του Αιγαίου θα δίνονταν στην Ελλάδα μόνο εάν η χώρα μας θα " εδέχετο άνευ αντιρρήσεων, όπως η Βόρειος Ήπειρος περιληφθή εντός των Αλβανικών συνόρων".
Έτσι έφτασε η κυνική πράξη της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΥΝΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Από τη στιγμή, που η Ελληνική Κυβέρνηση "κατ' ανάγκην" αποδέχθηκε τον εκβιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων και δεσμεύθηκε με την υπογραφή της, θα ήταν αντίθετη σε κάθε μορφή αντίστασης ή διεξαγωγής αυτονομιακού αγώνα στα εδάφη, που είχαν επιδικασθεί στην Αλβανία. Στο μεταξύ οι Βορειοηπειρώτες, που πληροφορούνταν τα τεκταινόμενα σε βάρος τους, οργανώνονταν με τη σύσταση Επιτροπών Εθνικής Αμύνης και Επιμελητειών. Κύριος στόχος των ανωτέρω επιτροπών ήταν η στρατολόγηση εθελοντών και η ένταξη τους σε ιερούς λόχους καθώς και η εξεύρεση οικονομικών πόρων για τη διεξαγωγή ένοπλου αγώνα. Ήδη οι Χειμαρριώτες διαμαρτυρήθηκαν και γνωστοποίησαν ταυτόχρονα με την τελευταία πρόταση της επιστολής τους προς τους υπουργούς των εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων στις 24 Νοεμβρίου 1913, την αμετάκλητη απόφασή τους να αγωνισθούν για την ελευθερία, που με τόσους αγώνες είχαν κερδίσει: "θα φονευθώμεν πάντες, αλλ' η Χειμάρρα ενωθείσα μετά της Ελλάδος δεν θα λεχθή ότι πεδουκλώθηκε εις Αλβανούς". Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1913 οι Έλληνες φοιτητές έκαμαν έκκληση προς τους συναδέλφους τους της Ευρώπης και της Αμερικής να διακηρύξουν "εν ονόματι της διεθνούς φοιτητικής αδελφότητος τα προς το δίκαιον και την ελευθερίαν των άλλων καθήκοντα των λαών των". Διετράνωσαν δε, στην έκκλησή τους, την απόφασή τους να υπερασπισθούν "βήμα προς βήμα το έδαφος, όπερ δια ποταμού αιμάτων επί έτος όλον μαχόμενοι ανεκτήσαμεν, και να μη επιτρέψωμεν την βεβήλωσιν αυτού και την αυθαίρετον αρπαγήν του".Οι απόγονοι των Ιερολοχιτών του Δραγατσανίου δεν σταμάτησαν εδώ. Σχημάτισαν φάλαγγα, που πήγε στην Ήπειρο, για να υπερασπισθούν με το αίμα τους το Δίκαιο και την Ελευθερία. Προτού αναχωρήσουν από την Αθήνα εξέδωσαν μνημειώδη προκήρυξη που κατέληγε ως εξής: "Λαός ελευθερωθείς δια του ξίφους δεν δουλούται δια του καλάμου".
Στις 10 Ιανουαρίου 1914 ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος με την ιδιότητα του προέδρου της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης Αργυροκάστρου και Τεπελενίου συγκάλεσε Πανηπειρωτικό Συνέδριο στο Αργυρόκαστρο, για τις 30 Ιανουαρίου.
Εξέτασε όλες τις δυνατότητες για ειρηνική λύση του προβλήματος. Μη έχοντας όμως δυνατότητα για πολιτική λύση ένεκα του γεγονότος ότι η Ελληνική κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί τις θέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη των νησιών του Αιγαίου, αποφάσισε στη Β' συνεδρία της τη σύσταση αρμοδίου οργάνου, που θα αναλάμβανε ένοπλο αγώνα με σκοπό την Ανεξαρτησία. Προς τούτο συγκρότησε "Οργανωτική Επιτροπή", που μέχρι να συμπληρωθεί θα αποτελούνταν από τους Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα και Κορυτσάς Γερμανό. Στο εξής αποφάσεις για τον Αγώνα θα έπαιρνε μόνο η "Οργανωτική Επιτροπή". Στην Ε’ συνεδρία της η Πανηπειρωτική Συνέλευση αποφάσισε να ανακηρύξει την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Η "Οργανωτική Επιτροπή", ως το όργανο λήψεως αποφάσεως για τη διεξαγωγή του Αγώνα, στις 10 Φεβρουαρίου 1914 ανακήρυξε τη Βόρειο Ήπειρο, "Αυτόνομη Πολιτεία". Ο δε Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος φθάνοντας στο Αργυρόκαστρο στις 15 Φεβρουαρίου σχημάτισε υπό την προεδρία του προσωρινή κυβέρνηση με πρώτα μέλη, τα μέλη της "Οργανωτικής Επιτροπής" . Την ίδια μέρα κυκλοφόρησε προς τον Ηπειρωτικό λαό η πρώτη προκήρυξη της Προσωρινής Κυβερνήσεως. Στις 17 Φεβρουαρίου ανακηρύχθηκε επίσημα και μάλιστα με πανηγυρικό χαρακτήρα για την τόνωση του ηθικού του λαού, η Ανεξαρτησία της Βορείου Ηπείρου.
Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΓΕΝΙΚΕΥΕΤΑΙ
Η Ελληνική κυβέρνηση είχε δώσει διαταγές προς τις αρχές της Βορείου Ηπείρου, για την παρεμπόδιση των εκδηλώσεων. Παρ' όλα αυτά ο πληθυσμός της πόλεως και της ευρύτερης περιοχής Αργυροκάστρου συγκεντρώθηκε στις όχθες του Δρίνου ποταμού από τις πρωινές ώρες πάνοπλος. Οι αστυνομικές αρχές βρέθηκαν σε αδυναμία να παρέμβουν καθώς επίσης και ο στρατός για να αποφευχθεί αιματοκύλισμα. Στις 3 μ. μ. άρχισε ο αγιασμός. Παρόντες ήταν επτά χιλιάδες ένοπλοι. Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν τους παρευρισκομένους όταν σε στιγμές κατάνυξης υψώθηκε η σημαία της "Αυτονόμου Ηπείρου" και υποστάλθηκε η Γαλανόλευκη. Ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος την άγια εκείνη ώρα προχώρησε λίγα βήματα και ατενίζοντας την Ελληνική σημαία, με παλλόμενη από λυγμούς φωνή την αποχαιρέτησε εκ μέρους του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. "Χάριν της υπέρτατης Εθνικής ανάγκης κατεβιβάσθης, ω θείον όνειρον, ημών τε και των πατέρων μας γαλανόλευκη μας, εθνική μας Σημαία. Αλλά αντί Σου δεν ανυψώνομεν ξένην αλλά την θυγατέρα σου, Ηπειρωτικήν προωρισμένην να κατισχύσει κατά της αλβανικής ημισελήνου!"
Μετά την τελετή το πλήθος κατευθύνθηκε στο Αργυρόκαστρο όπου και ύψωσε στο διοικητήριο τη σημαία της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου.Η Χειμάρρα στο μεταξύ είχε ανακηρύξει την Αυτονομία από τις 10 Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία ανακηρύχθηκε η Βόρειος Ήπειρος σε "Αυτόνομη Πολιτεία" από την "Οργανωτική Επιτροπή". Η ανακήρυξη της Αυτονομίας στους Αγ. Σαράντα και το Δέλβινο έγινε στις 16 Φεβρουαρίου. Στο Λεσκοβίκι στις 20 και στην Πρεμετή στις 23 Φεβρουαρίου 1914.
Κοινό στοιχείο σε όλες τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου ήταν η θέληση και η αποφασιστικότητα των κατοίκων να πολεμήσουν για τη σωτηρία της Βορείου Ηπείρου έστω και μόνοι. Ο τιτάνιος αγώνας των Βορειοηπειρωτών στέφθηκε με επιτυχία στα πεδία των μαχών παρά τα προβλήματα που δημιούργησε η Ελληνική κυβέρνηση. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Βορειοηπειρώτες. Η προσωρινή κυβέρνηση της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου ήρθε σε συνεννόηση με τη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου, στην οποία είχε ανατεθεί ο έλεγχος της πολιτικής διοικήσεως και των οικονομικών του Αλβανικού κράτους. "Σκοπός της προσωρινής κυβερνήσεως ήταν να επιτύχει χάριν των Βορειοηπειρωτών προνόμια, ισοδυναμούντα προς αυτονομίαν ".
Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν κατέληξαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας στις 17 Μαΐου 1914.
Με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας αναγνωρίσθηκε ο Ελληνικός χαρακτήρας της Βορείου Ηπείρου και εδόθησαν στους κατοίκους των επαρχιών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς "εκτεταμένα προνόμια διοικητικά, εκκλησιαστικά, σχολικά και γλωσσικά ισοδυναμούντα προς πραγματικήν αυτονομίαν". Το Πανηπειρωτικό Συνέδριο, που συνήλθε στο Δέλβινο στις 23 Ιουνίου 1914, ενέκρινε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας καθώς επίσης οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Αλβανία , που το δέχθηκε και το προσυπέγραψε άνευ όρων στις 12 Ιουνίου 1914.
Η Ελλάδα είχε κατακτήσει τον πρώτο επίσημο διεθνή τίτλο επί της Βορείου Ηπείρου. Υπενθυμίζουμε ότι το Πρωτόκολλο της Κερκύρας (θεωρητικώς –ντε γιούρε ,όπως λέγεται στην γλώσσα της Διπλωματίας ) ισχύει ως σήμερα ,καθώς δεν έχει ανατραπεί από άλλο ανάλογο έγγραφο .
Αυτή ήταν η άμεση επιτυχία του ξεσηκωμού του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού ,εκείνον τον κρίσιμο Φεβρουάριο του 1914 . Ελλαδίτες και Βορειοηπειρώτες εναντιώθηκαν με τα όπλα τους σε μία άδικη Διεθνή απόφαση και διεκδίκησαν την Ελευθερία τους ,παρότι είχαν απέναντί τους την εχθρική στάση της Ελληνικής Κυβερνήσεως ( αυτή η στάση υπήρξε ένα διαρκές στίγμα για την Εξωτερική Πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου ).
Θα ακολουθήσουν δύο ακόμη Απελευθερώσεις της Βορείου Ηπείρου (στον Α’ και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ). Το θέμα διπλωματικά είναι ανοικτό . Μάλιστα οι συχνές απειλές της Αλβανικής Κυβέρνησης για το περιβόητο «Τσάμικο » υπενθυμίζουν σε όλους πως το θέμα της Βορείου Ηπείρου είναι ζωτικό για την επιβίωση του εκεί Ελληνισμού και την εδαφική ασφάλεια της Ελλάδος ,αλλά και για την Αληθινή Ειρήνη στα Βαλκάνια .
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου