Στα προαύλια δημοτικών σχολείων στην Αλβανία πολλά παιδιά, άρτι αφιχθέντα από την Ελλάδα της οικονομικής δυσπραγίας, στέκονται χωρίς να μπορούν να παίξουν με τους συνομηλίκους τους. Αρκετά χιλιόμετρα νοτιότερα, ένα πολύβουο μελίσσι από παιδιά, δεύτερης γενιάς μετανάστες, «κατακλύζει» κάθε Κυριακή μια παλιά πολυκατοικία στην Κυψέλη. Στα πέριξ της πλατείας Βικτωρίας, ένα φροντιστήριο μεταμορφώνεται κάθε Σαββατοκύριακο σε σχολείο αλβανικών, όπου όλο και περισσότερες οικογένειες στέλνουν τα παιδιά τους, προκειμένου να είναι προετοιμασμένα σε μια ενδεχόμενη παλιννόστηση.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«Ξεκινήσαμε τα μαθήματα αλβανικών το 2006», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Λόρενς Κόκας, «ψυχή» της αλβανικής κοινότητας. Ο ίδιος ίδρυσε το 2003 φροντιστήριο εκμάθησης υπολογιστών και αγγλικών. «Προσφέραμε το μάθημα και στα αλβανικά, προκειμένου να δώσουμε την ευκαιρία στους συμπατριώτες μου να βελτιώσουν τα επαγγελματικά τους προσόντα». Η ιδέα του βρήκε γόνιμο έδαφος. «Τότε, διαπίστωσα το υφιστάμενο κενό στη διδασκαλία της αλβανικής», επισημαίνει ο κ. Κόκας, τον οποίο ο Δήμος Αθηναίων και το Εμπορικό Επιμελητήριο βράβευσαν το 2009 ως μετανάστη επιχειρηματία με κοινωνικό έργο. Ο ίδιος έφθασε το 1996 στη χώρα μας, νιόπαντρος και με το πτυχίο Ιατρικής στο χέρι. «Ηρθα στην Ελλάδα, πρωτίστως για να ενωθώ με την οικογένειά μου, που είχε μεταναστεύσει το 1991». Παρά το ότι ποτέ δεν εργάστηκε ως γιατρός, δεν μετανιώνει. «Εκανα ένα σωρό δουλειές για να επιβιώσω, σπούδασα εξαρχής πληροφορική και ξεκίνησα μια νέα ζωή», διηγείται σε άπταιστα ελληνικά. «Η γιαγιά μου ήταν Ελληνίδα και μου είχε μάθει λίγα ελληνικά, τα οποία λειτούργησαν ως δεκανίκι τους πρώτους μου μήνες στην Ελλάδα». Την πόρτα, που τότε του «άνοιξε» ασυνείδητα η γιαγιά του, προσπαθεί να κρατήσει και εκείνος ανοιχτή για τη νεώτερη γενιά, προσφέροντας αφιλοκερδώς γλωσσικά μαθήματα.
«Στην αρχή είχαμε 25 μαθητές και φέτος φθάσαμε τους 150 μαθητές και τις οκτώ εθελόντριες καθηγήτριες». Παρόμοια σχολεία λειτουργούν στη Θεσσαλονίκη, τη Λαμία, την Κόρινθο, την Πάτρα, τον Βόλο, τα Γιαννιτσά, την Καλαμπάκα και τη Θήβα. H «επιστροφή» στη γλώσσα καταγωγής επιδέχεται πολλές ερμηνείες. «Οι λόγοι είναι κυρίως συναισθηματικοί, αφού η γλώσσα είναι η γέφυρα επανασύνδεσης με την εναπομείνασα οικογένεια στην Αλβανία», αναφέρει ο διευθυντής του σχολείου. Σε πολλές οικογένειες η γλώσσα συνεχίζεται να «μιλιέται», όμως σε άλλες τα αλβανικά έχουν σιγήσει εδώ και χρόνια. «Πολλοί γονείς χωρίς να γνωρίζουν καλά ελληνικά, τα καθιέρωσαν μέσα στο σπίτι, υποβιβάζοντας όμως την εικόνα τους στα μάτια των ανήλικων παιδιών τους με το φτωχό τους λεξιλόγιο και τη δυσκολία έκφρασης στα ελληνικά». Φυσικά και η οικονομική κρίση, που έπληξε πρωτίστως τους μετανάστες, συμβάλλει καθοριστικά στην αύξηση των εγγραφών. «Κάποιοι γονείς μάς λένε ευθέως ότι προετοιμάζονται να φύγουν, άλλοι το τοποθετούν στο απώτερο μέλλον. Κανείς, πάντως, δεν επιστρέφει με χαρά». Ολοι, ωστόσο, θεωρούν ότι τα αλβανικά θα είναι ένα επιπλέον προσόν στο βιογραφικό των παιδιών τους. Το φαινόμενο έχει και ψυχολογική διάσταση: μετά δύο δεκαετίες παραμονής στην Ελλάδα φαίνεται ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για τους Αλβανούς μετανάστες να «αυτοπροσδιοριστούν» και η κατάκτηση της γλώσσας είναι το πρώτο βήμα.
«Να μάθει σωστά»«Εμείς θα πηγαίνουμε, όπου ζουν τα παιδιά μας», απαντά διπλωματικά στην «Κ» ο Ρόμπερτ, πατέρας δύο αγοριών 18 και 10 χρόνων, που εργάζεται στη χώρα μας είκοσι χρόνια. «Ο μεγάλος μου γιος είναι φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και ήταν από τους πρώτους μαθητές του σχολείου», θυμάται. Τον μικρότερο γιο έφερε στο σχολείο ακόμα πιο νωρίς «για να μη χάσει χρόνο». Ο Βασίλης, που δουλεύει ως ιδιωτικός υπάλληλος -«αλλά φοβάμαι ότι σε λίγο θα είμαι άνεργος»- περιμένει να σχολάσει ο γιος του από το μάθημα. «Ξέρει να μιλάει, αλλά το θέμα είναι να μάθει γραμματική και να μπορεί να γράφει σωστά, όχι όπως εγώ τα ελληνικά»
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου