| έβελο (το): | πελώριο πράγμα |
| εδώια (επίρ.): | εδώ, σε τούτο το μέρος |
| έζαψα (ρ.): | όρμησα |
| είδισμα (το): | πράγμα
|
| είνουρο (το): | όνειρο |
| έβελο (το): | πελώριο πράγμα |
| έζαψα (ρ.): | όρμησα |
| έρ’μος (ο): | ξεχασμένος από όλους, μόνος |
| εκειός (ο): | εκείνος |
| έρ’μος (ο): | ξεχασμένος από όλους, μόνος |
| έργος (ο): | τμήμα του χωραφιού που αναλαμβάνει κάποιος να σκάψει |
| έχος (το): | πλούτος |
| εχούμενος (επίθ.): | αυτός που έχει πολλά χρήματα, κτήματα ή ζώα, μεγαλονοικοκύρης |
| έργος (ο): | τμήμα του χωραφιού που αναλαμβάνει κάποιος να σκάψει |
| έχος (το): | πλούτος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου