24 Ιανουαρίου 2012

ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΓΕΝΝΕΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΟΓΕΝΝΕΣΗ


 Με αφορμή τα δύο ιστορικά άρθρα «Περί της καταγωγής των Αλβανών» και την προπαγάνδα που γίνεται μέσω της σειράς του ΣΚΑΙ «1821», αντιγράψαμε αυτό το κείμενο από τον «Βορειοηπειρώτη» που του έστειλε ο κ. Δημήτρης Περδίκης  μία δική του εργασία για την καταγωγή και τη διαμόρφωση του αλβανικού έθνους.
Ακολουθεί η επιστολή:


Αγαπητέ «Βορειοηπειρώτη»
Διάβασα την ανάρτησή σου σχετικά με την εκμετάλλευση της σειράς «1821» από τους Αλβανούς και την προσπάθεια να παραχαράξουν την ιστορία, όπως εξ άλλου επιχειρούν και κάνουν εδώ και δεκαετίες.
Διάβασα επίσης την ανάρτηση άρθρου που προσπαθεί να δείξει, χωρίς επιτυχία, πως οι Αλβανοί προέρχονται από τους Αλβανούς του Καυκάσου και τους Αβάρους. Το άρθρο αυτό έχει επανειλημμένα αντικρουστεί από αξιόλογους μελετητές ως αβάσιμο.

Οι Σκιπετάροι δεν έχουν καμία σχέση με τους Αλβανούς, ή έχουν τόση σχέση όση έχει η Γεωργία του Καυκάσου με την Γεωργία των ΗΠΑ, δηλαδή καμία.

Επίσης δεν τεκμηριώνεται καμία ουσιαστική σχέση Αβάρων με τους Σκιπετάρους.
Σου στέλνω κείμενό μου, το οποίο είναι αντικείμενο μελετών μου δέκα ετών, σχετικά με το θέμα της καταγωγής των Σκιπετάρων. Φαντάζομαι πως θα φωτίσει την όλη κατάσταση.
Χωρίς φανατισμό και με ιστορικά τεκμήρια πρέπει να δείξουμε στους γείτονές μας Αλβανούς – Σκιπετάρους την πραγματική καταγωγή τους. Έτσι θα μπορέσει ίσως να μειωθεί ο άκρατος εθνικισμός και το μίσος κατά της πατρίδας μας που από κάποιους καλλιεργείται.

Δημήτρης Περδίκης  

ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΓΕΝΝΕΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΟΓΕΝΝΕΣΗ
Γράφει ο Δημήτρης Περδίκης
Αρχαιότητα, Βλάχοι, Αλβανόφωνοι


Στην αρχαιότητα στον χώρο που σήμερα βρίσκεται η Αλβανία, υπήρχαν στον μεν νότο ελληνικά ηπειρωτικά φύλα, στον δε βορρά ιλλυρικά. Τα κυριότερα από τα ηπειρωτικά φύλα ήσαν οι Χάονες, οι Δρύοπες και οι Ατιντάνες. Πιο βόρεια ήσαν τα ιλλυρικά φύλα τα οποία καταλάμβαναν όχι μόνο το έδαφος της σημερινής βόρειας Αλβανίας, αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα του εδάφους της Γιουγκοσλαβίας (πριν από την διάλυση της), ακόμα τμήμα της Ουγγαρίας. Ο χαρακτηρισμός ιλλυρικά φύλα έχει μία πολύ γενική έννοια. Τα πολυάριθμα αυτά ιλλυρικά φύλα είχαν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ τους. Τα προς βορρά ευρισκόμενα είχαν επηρεασθεί από τους Κέλτες γείτονες τους, τα προς ΒΔ από τα βενετικά και ιταλιωτικά φύλα με τα οποία συνόρευαν. Προς νότο δε η ελληνική παρουσία ήταν περισσότερο από εμφανής, αρχαίες ελληνικές πόλεις όπως το Βουθρωτό, ο Όγχησμος, η Φοινίκη, η Χίμαιρα, η Αντιγόνεια, η Αμάντια, το Ωρικό, η Βίλυς, η Απολλωνία, η Επίδαμνος (οι δύο τελευταίες αποικίες των Κορινθίων και των Κερκυραίων) είναι σήμερα αψευδείς μάρτυρες μίας συνεχούς ελληνικής παρουσίας χιλιετιών. Εξ άλλου υπήρχε φυλετική και γλωσσική συγγένεια των Ιλλυριών με τους Έλληνες. Τα όρια ανάμεσα στην Ιλλυρία με την Ήπειρο, την Μακεδονία και την Θράκη ήσαν αρκετά ασαφή ώστε αρκετοί σήμερα να ερίζουν αν το τάδε φύλο ήταν π.χ. θρακικό ή ιλλυρικό. Ήσαν οπωσδήποτε πολύ πιο καθυστερημένοι πολιτισμικά, ιδιαίτερα από τους νότιους Έλληνες. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία εμφανίζεται καθαρά η στενή συγγένεια Ελλήνων και Ιλλυριών. Ο «Ιλλυριός» είναι ο αδελφός του «Έλληνα» και ο γιός του Κάδμου.  Έτσι ενώ οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την συγγένεια που υπήρχε δεν απέφευγαν να τους θεωρούν βάρβαρους, απολίτιστους. Είναι γνωστή η έκφραση «ρυπαρός σαν Δάρδανος». Ο Μέγας Αλέξανδρος υποτάσσει και κατακτά τους Ιλλυριούς και αυτό σηματοδοτεί έναν πλήρη εξελληνισμό τους. Σε μερικούς αιώνες θα εξαφανισθεί κάθε ίχνος της ιλλυρικής γλώσσας, μόνο οι λέξεις Ιλλυρία και ιλλυρικό θα μείνουν για να θυμίζουν όποια διαφορετικότητα σε πόλεις που σε τίποτα δεν διέφεραν από τις ελληνικές.
                 Οι Ηπειρώτες, πιο νότια ενώνονται από τον Αλκέτα στο βασίλειο της Ηπείρου, αργότερα ο βασιλιάς Πύρρος θα αποφασίσει να εκστρατεύσει κατά των Ρωμαίων, τους νικά αλλά με αδυνατισμένες δυνάμεις από την πύρρειο νίκη του, θα εγκαταλείψει την προσπάθεια του αυτή.
                  Ο Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος αποβιβάζεται το 168 π.Χ. στην Ήπειρο και οι λεγεώνες του υποτάσσουν την Ήπειρο και την Μακεδονία, άλλες δε ρωμαϊκές λεγεώνες βορειότερα υποτάσσουν και τους Ιλλυριούς. Tον επόμενο χρόνο, ίσως σαν εκδίκηση για τις νίκες του Πύρρου, εξανδραποδίζει την Ήπειρο. Λεηλατεί τα πάντα, καταστρέφει 70 Ηπειρωτικές πόλεις, αιχμαλωτίζει και παίρνει ως δούλους 150.000 κατοίκους. Πολλοί Ηπειρώτες για να γλυτώσουν από την ρωμαϊκή μανία φεύγουν προς τα ορεινά όπου οργανώνονται σε μικρές κοινότητες, μακριά από οποιαδήποτε κεντρική εξουσία. Οι περιοχές που έμειναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από κάθε μορφή κεντρικής εξουσίας για να μπορέσουν να λειτουργήσουν σαν συγκροτημένες κοινωνίες υιοθέτησαν εθιμικά δίκαια, τον «κανόνα» που εξακολουθεί και σήμερα να επιβιώνει σε περιοχές της Αλβανίας και ονομάζεται kanun. Η ορθόδοξη εκκλησία επίσης λειτούργησε από τον 4ο αιώνα μ.Χ. σαν φορέας διοίκησης, δικαιοσύνης και συγκρότησης της κοινωνίας   
     Οι Ρωμαίοι ιδρύουν αποικίες σε περιοχές της Ηπείρου και εγκαθιστούν Ρωμαίους αποίκους (COLONIAΕ ROMANAE). O νομός με πρωτεύουσα την Ερσέκα, κοντά στην Κορυτσά φέρει και τώρα ακόμα το όνομα «Κολώνια». Ένα άλλο χωριό με το ίδιο όνομα υπάρχει κοντά στην πόλη Λούσνια της Μουζακιάς. Και στις δυο περιοχές πολλοί από τους κατοίκους είναι και σήμερα βλαχόφωνοι. 
              Όταν κατασκευάζεται η Εγνατία οδός, από το Δυρράχιο και την Απολλωνία προς την Θεσσαλονίκη και το Βυζάντιο, εγκαθίστανται κατά μήκος της και ιδιαίτερα στις ορεινές διαβάσεις ρωμαϊκές φρουρές. Η λατινοφωνία των αποίκων και των φρουρών θα δημιουργήσει το βλαχικό γλωσσικό ιδίωμα που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα. Έτσι δημιουργείται μία διγλωσσία στην περιοχή, ελληνικά και βλαχικά (1). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι Ρωμαίων αποίκων. Το φαινόμενο της λατινοφωνίας είναι μια έκφραση του Ρομανισμού και εμφανίζεται σε πολλές περιοχές και χώρες που είχαν υπάρξει τμήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Ρομανισμός είναι σημαντικός τομέας ιστορικής έρευνας και οι μελετητές αυτού ονομάζονται Ρομανιστές. Το θέμα είναι εξαιρετικά σύνθετο. Η ανακήρυξη μίας περιοχής σε Ρωμαϊκή επαρχία, η δημιουργία τιμαρίων αποστράτων του Ρωμαϊκού στρατού, η ύπαρξη φρουρών σε περιοχές στρατηγικά ελεγχόμενες, η παρακμή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και η έλλειψη σημαντικού πολιτισμικού και μορφωτικού επιπέδου, είναι μερικές από τις αιτίες που οδήγησαν στην εμφάνιση της λατινοφωνίας.  
       Για να προστατευθούν οι Ρωμαίοι από τις επιδρομές των ορεσιβίων, κτίζουν στο σημερινό Βεράτιο (αρχαία ελληνική Αντιπάτρεια) οχυρή πόλη που την ονομάζουν Albanorum Oppidum, στο δε σημερινό Ελμπασάν την πόλη Αλβανούπολη. Το συνθετικό ALBA- στους Ρωμαίους είναι κάτι πολύ σύνηθες, υπάρχουν πάρα πολλά τέτοια τοπωνύμια σε όλη την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Έτσι σιγά-σιγά αρχίζει να εμφανίζεται η λέξη ALBANIA παράλληλα με την λέξη ΗΠΕΙΡΟΣ, λέξεις ταυτόσημες που υποδηλώνουν μόνο γεωγραφικό προσδιορισμό. Όπως ο Ν.Δραγούμης αναφέρει «Εντεύθεν οι κάτοικοι αυτοί (της Ηπείρου) λέγονται οτέ μεν Αλβανοί, οτέ δε Ηπειρώται». Ο προσδιορισμός αυτός είναι και εδώ γεωγραφικός, του κατοίκου της περιοχής, και όχι εθνικός.  Καμία ταύτιση με τις λέξεις  Shqiperia, shqip και Shqipetar που δεν υφίστανται και θα εμφανισθούν πολλούς αιώνες αργότερα.
            Στον χώρο της σημερινής Αλβανίας εμφανίζονται οι επιδρομείς Γότθοι το 267 μ.Χ. Αργότερα φθάνουν και εγκαθίστανται σλαβικά φύλα, και στην συνέχεια η περιοχή καταλαμβάνεται από τους Πρωτοβούλγαρους. Στις αρχές του 11ου αιώνα αποβιβάζονται και κατακτούν την περιοχή οι Νορμανδοί. Την ίδια περίπου εποχή έχουμε και την εγκατάσταση του ουραλοαλταϊκού φύλου των Κουμάνων (Η πόλη «Κουμάνοβο» εξακολουθεί να λέγεται και σήμερα έτσι). Αργότερα θα φθάσουν και οι Τούρκοι. Σε μεγάλα χρονικά διαστήματα όλων αυτών των αιώνων η βυζαντινή εξουσία, που διαδέχεται την ρωμαϊκή, ασκείται εκ των πραγμάτων μόνο σε κάποιες παράλιες πόλεις. Η ενδοχώρα δεν έχει καμία κεντρική διοίκηση.
             Παρουσιάζεται τότε το φαινόμενο, οικισμοί της ενδοχώρας που κατοικούνται από αλλόφυλους και αλλόγλωσσους μεταξύ τους λαούς (π.χ. ένας οικισμός ελληνοφώνων, πιο πέρα κάποιος άλλος βλαχοφώνων, κάποιος σλαβικός κλπ) να προσπαθούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, για τις εμπορικές τους ανταλλαγές στα διάφορα παζάρια, μεικτοί γάμοι κλπ. Έτσι δημιουργείται σιγά - σιγά μία νέα γλώσσα, τα αλβανικά (σκιπιτάρικα), χωρίς όμως να πραγματοποιείται καμία εθνογέννεση. Δεν υπάρχει καμία νέα εθνική ταυτότητα. Η νέα γλώσσα είναι μία γλώσσα ανάγκης, μία γλώσσα συνεννόησης ανάμεσα σε αλλόγλωσσα σύνοικα στοιχεία.(1) Η ιδιαίτερη γλώσσα κάθε φύλου θα συνεχίσει για χρόνια ακόμα παράλληλα να μιλιέται. Ιδιαίτερα η ελληνική παραμένει μία παράλληλη γλώσσα με την βοήθεια της ορθόδοξης εκκλησίας. Η σκιπετάρικη εθνογέννεση θα χρειασθεί πολλούς ακόμα αιώνες μέχρι να πρωτοεκδηλωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Σαράντος Καργάκος γράφει στο βιβλίο του «Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες»
              «Η λεγόμενη αλβανική διάλεκτος που ήταν μια γλώσσα χρήσης, αρχίζει να εκτοπίζει την ελληνική που ήταν υπερβαλλόντως απαιτητική όταν η τουρκική κατάκτηση δεν επέτρεπε την λειτουργία ελληνικών σχολείων».
             Στις αρχές του 13ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη πέφτει στα χέρια των Φράγκων και το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας μοιράζεται σε πάμπολλες μικρές ηγεμονίες, κράτη και κρατίδια, ακόμα και βαρωνέτα, επικράτειες πολλές φορές ενός χωριού. Ενετοί, Φράγκοι, Καταλανοί και άλλοι νέμονται πλέον τον βυζαντινό χώρο. Τότε εμφανίζονται στον ελληνικό νότο για πρώτη φορά πολυάριθμες ομάδες αλβανοφώνων, άλλοι λεηλατούν, άλλοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι των αναρίθμητων ηγεμόνων, κάποιοι προσπαθούν να καταλάβουν κάποιες περιοχές και να ιδρύσουν δικές τους ηγεμονίες και άλλοι απλά εγκαθίστανται όπου βρουν. Από αυτούς προέρχεται η αρβανίτικη γλώσσα που ομιλείται ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απόγονοι των πρώτων εκείνων έποικων αλβανοφώνων. Αντίθετα σε οικισμούς με ελάχιστους αρβανιτόφωνους κατοίκους εγκαταστάθηκαν αργότερα πολλαπλάσιες οικογένειες ελληνοφώνων οι οποίες εξαλβανίστηκαν γλωσσικά σε μικρό χρονικό διάστημα.
Όπως αναφέρει ο Αθανάσιος Τσίγκος στα «Κείμενα για τους Αρβανίτες» «Ας πάρουμε ως παράδειγμα το χωρίο μας τον Ασπρόπυργον, ο οποίος με την έκρηξι της Επαναστάσεως είχε 16 σπίτια. Σήμερα δε μετά εκατόν είκοσι δηλαδή χρόνια έχει περίπου 850. ¨Ηταν άραγε φυσιολογική η αύξηση αυτή; ¨Όχι λεν τα πράγματα, διότι εκτός των ελθόντων εκ της μητροπόλεως Χασιάς ήλθον και από άλλα μέρη και μάλιστα από όχι αλβανόφωνα μέρη. Έτσι έχουμε τους Φραντζόληδες των οποίων ο πάππος ήταν Μυτιληνιός. Τους Χατζηδάκηδες των οποίων ο πάππος ήλθεν από την Κρήτη. Τους Ευθυμίου των οποίων ο πάππος ήλθε από κάποιο χωριό της Παρνασσίδος, αλλά και επί των ημερών μας ακόμη ήλθον ξένοι και εγκατεστάθησαν εις Ασπρόπυργον και εξηλβανίσθησαν γλωσσικώς όχι μόνον τα παιδιά των αλλά και οι ίδιοι. Η Κερατέα από χωριό πενήντα σπιτιών έφτασε να έχει σήμερα 1100. Οι μισοί των σημερινών κατοίκων της ήλθαν το πολύ προ 50 ετών από τας Κυκλάδας, Κύμην, Μάνην κλπ μέρη της Ελλάδος. Εν τούτοις η δευτέρα γενεά των παρουσιάζεται αρβανίτικη»(1).
              Στον χώρο της σημερινής Αλβανίας και της Ηπείρου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους εγκαθιδρύεται το δεσποτάτο της Ηπείρου.
Γνωστές βυζαντινές οικογένειες είναι εγκατεστημένοι και διοικούν τον χώρο. Οι Άγγελοι, οι Αριανίτες, οι Δούκες, οι Σπανοί κ.ά. Βέβαια όλοι αυτοί δεν είναι με κανένα τρόπο Αλβανοί όπως ισχυρίζονται οι πλείστοι των Αλβανών.
              15ος αιώνας και το αναστηθέν για λίγο, αλλά βαθειά λαβωμένο Βυζάντιο υποκύπτει στις ορδές των Τούρκων. Στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας ο Γεώργιος Καστριώτης, γιος του Βυζαντινού άρχοντα Ιωάννη Καστριώτη και της Σερβίδας πριγκίπισσας Βοϋσάβας, δραπετεύει από την οθωμανική ομηρία στην οποία βρισκόταν, φθάνει στην Κρούγια, όπου παλαιότερα διοικούσε ο πατέρας του και με υψωμένη την πορφυρή βυζαντινή σημαία με τον δικέφαλο αετό, καλεί όλους τους τοπάρχες της περιοχής σε πόλεμο κατά των Τούρκων. Θα αγωνισθεί επί δεκαετίες νικώντας πάντα. Ο ίδιος διακηρύσσει εαυτόν «πρίγκιπα των Ηπειρωτών». Αργότερα δε στέφεται στην μονή της Αρδενίτσας και «βασιλεύς των Ηπειρωτών». Οι Τούρκοι θα μπορέσουν να υποτάξουν την Αλβανία μετά τον θάνατο του. Ο Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης (όπως πήρε το προσωνύμιο) θεωρείται σήμερα ο εθνικός ήρωας της Αλβανίας και η σημαία του (με μικρές μετατροπές πρόσφατα) η αλβανική σημαία.
            Ακολουθεί η τουρκοκρατία. Οι Τούρκοι πιέζουν και αναγκάζουν μεγάλες ομάδες του πληθυσμού της χώρας να αποδεχθούν  τον μουσουλμανισμό σαν θρησκεία. Από την άλλη πλευρά η ορθόδοξη εκκλησία αγωνίζεται να κρατήσει την ορθόδοξη πίστη. Η γλώσσα της εκκλησίας ήταν πάντα η ελληνική. Έτσι κατορθώνει να  διατηρηθεί η ελληνική γλώσσα στον νότο και σε πολλές περιπτώσεις να επεκταθεί η ελληνοφωνία και προς τα βόρεια. Να αναφέρουμε ότι δεν υπάρχει αγιογραφία της εποχής αυτής που να μην έχει επιγραφές στην ελληνική γλώσσα και μόνο. Ακόμα να μνημονεύσουμε τον ιερομόναχο Κοσμά τον Αιτωλό, που στα τέλη του 18ου αιώνα προσφέρει ένα τεράστιο έργο για την ορθοδοξία και την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας συντελείται και μία σημαντική διαφοροποίηση, κάθε μουσουλμάνος Αλβανός, Τουρκαλβανός πλέον, θεωρείται Τούρκος. Κάθε δε ορθόδοξος Ρωμιός, είτε είναι ελληνόφωνος, αλβανόφωνος ή βλαχόφωνος. Ακόμα και σήμερα στα χωριά της Βορείου Ηπείρου τους μουσουλμάνους Αλβανούς τους ονομάζουν Οθωμανούς ή Τούρκους.
           Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης στην διάρκεια της τουρκοκρατίας είναι ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων, γεννημένος στο Τεπελένι, μουσουλμάνος βέβαια, αδίστακτος και φοβερά φιλόδοξος, χρησιμοποιεί εξ ίσου το αλβανόφωνο και το ελληνόφωνο στοιχείο της επικράτειας του για να κυβερνήσει και για να υλοποιήσει τα απώτερα σχέδια του για την ανεξαρτητοποίηση του από την Υψηλή Πύλη. Αλληλογραφεί στα ελληνικά, έχει στην αυλή του Έλληνες λόγιους. Σε κανένα σημείο της σταδιοδρομίας του δεν εμφανίζει την παραμικρή ένδειξη ότι θα ήθελε να ιδρύσει ένα αλβανικό εθνικό κράτος, ούτε και αντιμετωπίζει ποτέ κάποια παρόμοια τάση από τους αλβανόφωνους υπηκόους του. Αντίθετα πίσω από την πλάτη του και κάτω από τα πόδια του κινούνται φιλικοί και οπλαρχηγοί με ένα μόνο σκοπό. Τον ξεσηκωμό του ρωμαίικου, του γένους των Ελλήνων.
              Αργότερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Ζενέλ Γκιολέκα επαναστατεί στην Λιαπουριά κατά του οθωμανικού δεσποτισμού, στην ελληνική κυβέρνηση καταφεύγει και ζητά βοήθεια και υποστήριξη. Τότε αρχίζουν να εμφανίζονται διάφορες προτάσεις και σενάρια για την ίδρυση ενός ελληνοαλβανικού κράτους άμα απελευθερωθούν τα εδάφη που είναι ακόμα κάτω από οθωμανικό ζυγό. Ακόμα στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ισμαήλ Κεμάλ Βλώρα, που το 1912 κηρύσσει την ανεξαρτησία της Αλβανίας στην Αυλώνα. Λίγα χρόνια πριν συνομιλεί με την ελληνική κυβέρνηση και εκδίδει εφημερίδα στα ελληνικά, την «ΣΩΤΗΡΙΑ».

Η αλβανική εθνογέννεση και το βορειοηπειρωτικό ζήτημα

               Ουσιαστικά η αλβανική εθνογέννεση αρχίζει δειλά να εμφανίζεται το 1878 με την υποβοήθηση από ξένα κέντρα αποφάσεων που βλέπουν στην δημιουργία ενός αλβανικού κράτους λύση στα δικά τους σχέδια για τον έλεγχο της Ν.Α.Ευρώπης. Τότε είναι που ο ρωσικός στρατός κατανικά τους Τούρκους και φθάνει μέχρι τα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Εκεί στον Άγιο Στέφανο, υπαγορεύει στην ηττημένη Τουρκία την ομώνυμη συνθήκη, με την οποία ιδρύεται το κράτος της Μεγάλης Βουλγαρίας. Η συνθήκη αυτή ήταν τόσο μονόπλευρη και άδικη προς τα άλλα γειτονικά έθνη που δεν θα υλοποιηθεί ποτέ. Μετά από λίγους μήνες θα πραγματοποιηθεί το συνέδριο του Βερολίνου υπό την αιγίδα του Γερμανού σιδηρού καγκελάριου, του Βίσμαρκ. Το συνέδριο αυτό αποφάσισε την ίδρυση ενός μικρότερου «πριγκιπάτου της Βουλγαρίας» και μιας ηγεμονίας της «Ανατολικής Ρωμυλίας». Σε αυτό το συνέδριο απεστάλη και ένα αλβανικό μνημόνιο που είχε συνταχθεί από τον «αλβανικό σύνδεσμο της Πριζρένης» και ζητούσε «εθνική αποκατάσταση» και για την Αλβανία. Τότε ο Γερμανός καγκελάριος είχε αναφωνήσει «Όχι και η Αλβανία κράτος, η Αλβανία είναι μόνο ένας γεωγραφικός όρος». Ο Σύνδεσμος της Πριζρένης είχε δημιουργηθεί από τον Αλβανό Αμπντύλ Φράσσερι και 80 συνέδρους που είχαν συγκεντρωθεί στην Πριζρένη του Κοσσυφοπεδίου στις 10 Ιουνίου 1878. Η όλη κίνηση έγινε με την προτροπή της Τουρκίας, η οποία βλέποντας πως κινδύνευε να χάσει τα ευρωπαϊκά εδάφη της είχε σχεδιάσει την ίδρυση ενός τουρκαλβανικού κράτους το οποίο θα ήταν υπό τον έλεγχο της, και μέσα από αυτό θα υλοποιούσε κάποιους από τους σχεδιασμούς της στον ευρύτερο χώρο. 
            Η διάσκεψη του Βερολίνου το 1878 σηματοδοτεί την απαρχή πολύ σημαντικών εξελίξεων που θα χρειασθούν αρκετές δεκαετίες για να διαμορφωθούν. Το ανατολικό ζήτημα. Η διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας αργά αλλά σταθερά υλοποιείται και είναι θέμα χρόνου πότε θα συντελεσθεί. Τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη προσπαθούν μέσα από τις νέες συνθήκες να υλοποιήσουν και να ενδυναμώσουν τα συμφέροντα τους. Τα κράτη της Ν.Α.Ευρώπης, εξαιρετικά αδύναμα, κάποια από αυτά εντελώς νέα κράτη, να  περιλάβουν στην επικράτεια τους το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο της λείας. Η προσπάθεια της Βρεττανίας και της Γαλλίας έγκειται στο να μην επιτρέψουν στις κεντρικές δυνάμεις (Γερμανία και Αυστρουγγαρία) να υλοποιήσουν το διαγραφόμενο σχέδιο ενός άξονα χωρών με ενιαίο χώρο που θα μεταφέρουν τις πρώτες ύλες μέσω του Περσικού κόλπου σιδηροδρομικά στις βιομηχανίες των κεντρικών δυνάμεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αρχίζει να δημιουργείται και η αλβανική εθνογέννεση, πολύ αργά στην αρχή. Τα κείμενα στην αλβανική γλώσσα μέχρι αυτήν την εποχή είναι ελάχιστα, τα πρώτα εμφανίζονται τον 17ο αιώνα. Γίνεται προσπάθεια δημιουργίας αλβανικής γραμματικής, με την βοήθεια κυρίως κάποιων Ελλήνων λογίων. Σημαντικό ρόλο στον σχηματισμό της αλβανικής εθνικής συνείδησης διαδραματίζουν οι Τόσκηδες  Αλβανοί του νότου, ιδιαίτερα δε οι Μπεκτασήδες μουσουλμάνοι, με τους πάμπολλους τεκέδες τους στην Τοσκαρία που γεωγραφικά ταυτίζεται με την Βόρειο Ήπειρο. Έτσι φθάνουμε στο 1912. Το κίνημα των Νεοτούρκων δείχνει να έχει αδυνατίσει την τουρκική διοίκηση και τον στρατό. Οι Αγγλογάλλοι θέλουν να προλάβουν την υλοποίηση της σιδηροδρομικής γραμμής που θα συνδέσει το Βερολίνο με την Βασόρα. Οι Ιταλοί αποφασίζουν να κινηθούν πρώτοι προσδοκώντας τα μέγιστα οφέλη. Εύκολα καταλαμβάνουν την Λιβύη και τα Δωδεκάνησα, δείχνουν έτσι και στους άλλους τις μεγάλες αδυναμίες της οθωμανικής πολεμικής μηχανής. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 αρχίζει ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος. Ελλάς, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο επιτίθενται και γρήγορα κατακτούν σχεδόν όλα τα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Σχεδόν όλα, ένα μικρό κομμάτι στην Αλβανία παραμένει οθωμανικό και στην Αυλώνα ο Ισμαήλ Κεμάλ, με την προτροπή της Ιταλίας κηρύσσει την αλβανική ανεξαρτησία. Η Ήπειρος μέχρι την γραμμή Ακροκεραύνια - Μεγάλη Πρέσπα έχει απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό. Βορειότερα με επίκεντρο την Αυλώνα βρίσκεται το αλβανικό κράτος του Ισμαήλ Κεμάλ. Στο Δυρράχιο με την βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων φθάνει ο αυστριακός πρίγκιπας Βιντ ως βασιλιάς της Αλβανίας, η επικράτεια του θα είναι όμως μόλις η περιοχή του Δυρραχίου, σε λίγους μήνες απογοητευμένος από την κατάσταση που αντιμετώπισε θα εγκαταλείψει την Αλβανία και τον θρόνο του (1914). Στο Ελβασάν ο Εσσάτ πασάς έχει δημιουργήσει το δικό του κράτος. Την Βόρεια Αλβανία από το 1912 την έχει καταλάβει Σερβικός στρατός και την περιοχή δυτικά της Σκόδρας το Μαυροβούνιο. Όμως στην διάσκεψη της Φλωρεντίας (1913) αποφασίζεται η ίδρυση του αλβανικού κράτους με συγκεκριμένα αποφασισμένα σύνορα. Η Ελλάδα καλείται να αποχωρήσει από τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, διαφορετικά δεν θα υποστηριχθεί το αίτημα της για ενσωμάτωση των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου. Η Ελλάδα υποκύπτει στον εκβιασμό, όχι όμως και οι Βορειοηπειρώτες που επαναστατούν και κηρύσσουν στο Αργυρόκαστρο την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Όλες οι προσπάθειες των Αλβανών να κατανικήσουν τους Βορειοηπειρώτες αποτυγχάνουν παρά το ότι έχουν επικεφαλής Ολλανδούς αξιωματικούς. Οι αυτονομιακοί νικούν παντού. Οι μεγάλες δυνάμεις και η Αλβανία, όταν αντιλαμβάνονται πως επιχειρησιακά δεν μπορούν να λυγίσουν τους Ηπειρώτες, αποδέχονται και υπογράφουν το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας» που παραχωρεί καθεστώς ευρείας αυτονομίας στην Βόρειο Ήπειρο. Μέσα όμως στα όρια του νεοσύστατου αλβανικού κράτους.
           Η ευρωπαϊκή πολιτική που υπαγορεύει τις ανωτέρω αποφάσεις είναι απλά ένας συγκερασμός των συμφερόντων των διαφόρων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Βρεττανία που με το αποτέλεσμα των βαλκανικών πολέμων πετυχαίνει τον σκοπό της, με την διάλυση δηλαδή του ευρωπαϊκού τμήματος της Τουρκίας, κόβεται ο ενιαίος χώρος των κεντρικών δυνάμεων. Δεν επιθυμεί τον παγκόσμιο πόλεμο που είναι επί θύραις και έτσι προσπαθεί δίνοντας κάποια ανταλλάγματα να μετριάσει τις αντιδράσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ώστε να μην οδηγηθεί η κατάσταση σε μία σύγκρουση που γνωρίζει πολύ καλά τι θα στοιχίσει, σε ανθρώπινες ζωές, υλικές ζημιές και δαπάνες. Η Αυστρουγγαρία ήθελε μία βουλγαρική Θεσσαλονίκη για την υλοποίηση των στόχων της, φοβάται ακόμα πως τα στενά ανάμεσα στην Κέρκυρα και τους Αγίους Σαράντα η Ελλάδα θα τα παραχωρήσει στους Αγγλογάλλους για την δημιουργία ενός τεράστιου ναύσταθμου που θα εμποδίζει την έξοδο του στόλου της από την Αδριατική (την εποχή αυτή η Αυστρουγγαρία κατείχε ακόμα τα λιμάνια της Τεργέστης, του Φιούμε (Ριγιέκας) καθώς και άλλα της Δαλματίας). Προτιμά λοιπόν στα στενά του Οτράντο να έχει ένα μικρό αλβανικό κράτος που πιστεύει ότι θα το ελέγχει. Η Ιταλία η οποία με τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911-12  έδειξε τις προθέσεις της, θέλει η ίδια να ελέγχει τα στενά του Οτράντο. Ακόμα επιθυμεί μία ανεξάρτητη Αλβανία που θα γίνει ένα ιταλικό προτεκτοράτο και θα χρησιμεύσει σε μία μελλοντική διείσδυση στα Βαλκάνια. Στρατηγικότατο σημείο σε όλους αυτούς τους συσχετισμούς είναι και η νήσος Σάσων που βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου του Αυλώνα, ακριβώς στα στενά του Οτράντο. Το νησί αυτό ανήκει από το 1864 στην Ελλάδα, στην οποία ενσωματώθηκε μαζί με τα Επτάνησα. Η Ελλάδα αναγκάζεται το 1914 να παραχωρήσει το νησί στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.       
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: