31 Οκτωβρίου 2011

ΧΙΜΑΡΑ του Κώστα Νούσια

Δία στ΄ Ακροκεραύνια εκεί, τα όρη με αντάρα
Αστροπελέκια βροντερά, ρίξε κεραυνοβόλα
Διασταυρωτά, πανίσχυρα, φλογάτα με λαχτάρα
Με καταιγίδες την οργή, άδειασε πάνω σ΄όλα :
Στα δέντρα τα πανύψηλα, στα βράχια τα χιονάτα
Μες στα Ακρωτήρια τα τραχιά, στις μπουχτισμένες μάντρες
Στους καταρράκτες, τους σφοδρούς με τα νερά τ΄αφράτα
Στα κάστρα τα φανταχτερά, με μύθους και «Κασσάνδρες»

Δία στ΄ Ακροκεραύνια εκεί, στα όροι με αντάρα.
Τη γλυκοβραδυνή πνοή, του ήλιου τη μαγεία
Με δέος τράνταξε γοργά, Πατήρ θεών κι ανθρώπων
Τους άπαντες να σπαραχτούν, να σκορπιστεί κι ανία
Δείξε πως Παντοκράτορας εσύ ΄σαι εδώ ενώπιων
Κυρίαρχος, Παντοτινός, παντού στη Χαονία !
Κυρίαρχος Παντοτινός, παντού στη Χαονία!

Βρόντα και ρίχνε αστραπές, σε πουλημένες πόρτες
Και χύσε φως στους άφωτους, με ζήλο και μανία
Ξύπνα γενίτσαρους θεέ, κι ορμή στους Χιμαριώτες
Κράξε με φλογερό θυμό. Σαν φύγει η αγωνία
Το σούρουπο θα γίνει αυγή. Με τις φωτιές τις πρώτες
Λιοντάρια γίνονται οι λαγοί και τα γεράκια κότες.

Μαντεία εσείς τ΄ Απόλλωνα, Δωδώνη, Κακομαία
Eίν΄ άχρηστ΄οι παλιοί χρησμοί, γι΄ άλλα μιλήστε Ώρες
Την απαρχή μας πέστε μας, στη γη την πιο ωραία
Που διάλεξε μαγιά ο θεός, να χτίσει κι άλλες χώρες.
Που διάλεξε μαγιά ο θεός κι άλλες να χτίσει χώρες!
Μαγιά πήρε κι Αλέξανδρος το λαμπερό σου αστέρι
Με την λεοντόκαρδη πυγμή, τρομαχτικού ρηγάρχη
Κι αν ήταν νιος μοναχογιός, κι έμοιαζε περιστέρι
Είχε τη γλύκα του φωτός και γόητρο πλωτάρχη.
Με φλόγα ήρθε στην καρδιά, στα μητρικά τα μέρη
Του Νεοπτόλεμου εγγονός, τέκνο της Ολυμπιάδας
Είχ΄αίμα Ηπειρώτικο κορμοστασιά γενναία
Κι όλο παντού ψιθύριζε τραγούδια της Ιλιάδας
Σαν επιστράτευε φρουρά, στρατιά και νεολαία .
« Μούσα τραγούδα το θυμό του ξακουστού Αχιλλέα…»

Σαν μάγισσα γοήτεψες και μάγεψες, σαν φάρος
Τον Καστριώτη  Πρίγκιπα, το Μέγα Ηπειρώτη
Που τον ελάτρεψε λαός, μα κι ο Σουλτάνος - χάρος
Τι ήταν ασπίδα στον εχθρό, που έτρεμε η Ευρώπη
Σε μάχες άνισες, τρελές σαν αβγαταίνει η θράψη
Χιμάρα μάγια του ΄κανες μεθυστικό αγέρα
Για ν΄απαλύνει τον καημό και της ψυχής τα πάθη
Να ξαποστάσει, να χαρεί του ΄δωσες θυγατέρα
Την Ανδρονίκη τη γλυκιά με της φυλής σου τ΄ άνθη !
Σαν μάγισσα γοήτεψες και μάγεψες σαν φάρος.

Μαντεία, πέπλα μου ιερά, Δωδώνης, Κακομαίας
Κι αν στέκεστ΄ έρημα βουβά στο ξέγνοιαστο τ΄αγέρι
Στα ξέψυχα στα παγερά, μιας μακρινής παρέας
Ξέρουμε τα μελλούμενα κι χρόνος, τι θα φέρει !
Μας το ΄παν οι σταυραετοί στου Πύρρου τη σημαία
Το ΄πε κι η σπάθα η κοφτερή, το δίκοπο μαχαίρι
Το βροντοφώναξαν εκεί, στον όρκο τα γενναία
Και τα λεβέντικα κορμιά, στον κόσμο χωρίς ταίρι
Που λαχταρούν να πέσουνε στην ώρα τη μοιραία
Μαχόμενοι ανδροπρεπώς, πριν να΄χουν γίνει γέροι!
Μας το ΄παν οι σταυραετοί στου Πύρρου τη σημαία.
Θαρρώ το Μπέγκα αγωνιστή με τον Καραϊσκάκη
Σε Αθήνα να ορμάει μπρος, σαν παλικάρι πρώτο
Διάπλατα ανοίγει ο ουρανός, γίνεται η γης γιατάκι
Αντάρα, σύννεφα, καπνός κι Ακρόπολη μπουρλότο!
Στο Δραγατσάνι λέοντες, του Βούνου αποσπερίτες
Τον Υψηλάντη αρχηγό, θαρρώ μέσα στον κρότο
Πεθαίνουν όλοι τους ορθοί, όλ΄ οι ιερολοχίτες
Κουφάρια στρώνοντας εχθρών, Ανατολή και Νότο .
Απ΄της Χιμάρας τα βουνά που χιόνι κι αίμα πίνουν
Καταμεσής, ολοταχώς σ΄εχθρούς μπουλούκια πάνω
Συντρίβοντας κοτζάμ, Πασά στα βράχια του Δελβίνου
Στο Λαγοβίτσι τρέχουνε, στη Θήβα παραπάνω
Στη Λιβαδειά, τη Ρούμελη, στην κόψη του κινδύνου.
Απ΄ της Χιμάρας τα βουνά που χιόνι κι αίμα πίνουν.

Στο Μεσολόγγι, στον κλοιό του πολιορκημένου
Σαν άνδρες σβήνουν μονομιάς , οι δυο τους οι Μηλαίοι
Χαρούμενοι πεθαίνουνε, σαν την ορμή του ανέμου
Ως ταύροι εκεί στην έξοδο, λεβέντες θαρραλέοι .
Στο Μεσολόγγι, στον κλοιό του πολιορκημένου.
Κι εκεί στην Πέτρα Λιβαδειάς, σαν ανατέλλει ο Ήλιος
Τρις του Σεπτέμβρη με νυχτιά, τσακάλια και αγρίμια
Τριακόσιοι άντρες κι αρχηγός, πρώτος ο Σπυρομήλιος
Ολόκληρη τρανή Τουρκιά τη σέρνουν στα συντρίμμια!

Τα κύματα της θάλασσας, όλα καντάδες κάν ΄τα
Και τις αλαργινές βροντές ψηλά στ΄ Ακροκεραύνια
Που μπουμπουνίζουν άγαρμπα, τυμπάνια καν ΄τα μούσα
Τον κόσμο ξύπναγε αστραπή, που τον πορεύει η Άγνοια
Φιλοτιμιά να κυριαρχεί, τι είν΄ αργοπορούσα!
Το Σπύρομήλιο σαν αετό με τον Κολοκοτρώνη
Που ανάψανε της λεβεντιάς λυχνάρια και λαμπάδες
Τους στέρησαν του ηλίου το φώς και η καρδιά τους λιώνει
Μεσ΄ τα ντουβάρια τα βαθειά στις έρημες μαυράδες.
Στις φυλακές τις σκοτεινές, στα κάστρα του Ναυπλίου
Και τις σκληρές και τις στενές, σαν τις καρδιές «αρχόντων»
Που καπετάνιους διέσυραν καμαρωμένου «πλοίου»
Και λαοθάλασσα αψηφούν κι ελπίδες επιζώντων .
Μα το λιοντάρι ποιος τολμά, «μανάρι» να το θρέψει
Και ποιος μπορεί τον αετό να κάνει περιστέρι
Στον Όθωνα φωνάζει μZπος: «Θα κάνεις ο΄τι πρέπει»!
Ο Σπυρομήλιος γκαρδερός με το σπαθί στο χέρι.

«Κι εσύ μικρέ μου υπουργέ, Λόντο και να σε λένε
Δικηγορείς το βασιλιά, με τόσον δα αέρα;
Ενάντια της πατρίδας σου, ξέρεις τι λες καημένε
Μ΄ αυτήν την πάλα που έχω εδώ, σου κόβω τον αέρα!
Μ΄ αυτήν την πάλα σε περνώ σε σχίζω πέρα –πέρα»!

Καρδιά μου υψώσου στη χαρά, στην ξακουστή Χιμάρα
Ως τα πανύψηλα βουνά, χρυσερυθρά τ ΄αστέρια
Που ροβολώντας μ΄ελιγμούς, στης νύχτα την τρομάρα
Χάνονται πριν τ΄ αγγίξουνε προς τ΄ άγνωστα λημέρια
Σαν όνειρα παντοτινά φλεγόμενα –λαχτάρα
Σαν άστρα του βουνού πουλιά, στου κυνηγού καρτέρια!
Καρδιά μου υψώσου στη χαρά, στην ξακουστή Χιμάρα!
Της θάλασσας τα κύματα, καλπάζοντας σαν ράκος
Που λυσσαλέα, βροντερά κι αγριεμένα ορμάνε
Μα Zριν την κατακτήσουνε θ΄ αποσυρθούν στο βάθος
Δριμύτερα επανέρχονται, γυρίζουν, ξαναπάνε
Καρδιά μου υψώσου στη χαρά κι αγνάντεψε το πάθος!
Έτσι κανείς με το ζυγό δε δένει την ψυχή του
Χιμάρα μου ανυπόταχτη, με σίδερο θρεμμένη
Μες στη φωτιά της φτερωτής ατσάλι το κορμί σου
Ομηρικών αγωνιστών, πατρίδα τιμημένη
Ποιος άντεξε στον πόλεμο την ένδοξη ορμή σου;
Έτσι κανείς με το ζυγό, δεν δένει την ψυχή του.

Σαν ο βοριάς ο φοβερός, που σύννεφα ανεβάζει
Κι όλο ανταμώνει το νοτιά κι άνεμοστροβιλίζει
Στον Ψηλορείτη αδελφικό, στη Μάνη γαίμα βράζει
Και χύνεται στο Πύλουρι, φωτιές στο μετερίζι.
Και φλέγεται ο Λογαράς, Πικέρνι, Τατεζάτι
Κι όλο θαυμάζει ο ντουνιάς ατρόμητους Χαόνες
Που με Σπαρτιάτες δέσανε τριάντα γενιές και κάτι
Μαλαματένια μια φυλή και ζηλευτή σ΄αιώνες .
Σαν ο βοριάς ο φοβερός που σύννεφα ανεβάζει.

Τ΄Ακροκεραύνια δέχτηκαν βολίδες του πολέμου
Κι η Μάνη πόνεσε μεμιάς κι η μακρινή μας Κρήτη
Με τη θερμή της πυρκαγιάς, με ράπισμα τ΄ανέμου
Όπως η φλόγα στα δαδιά, κι η σπίθα στον πυρίτη
Αγκαλιαστήκαν τα παιδιά της θεϊκής μητέρας
Κι ορκίστηκαν για να χτυπούν τυράννους, σατανάδες
Για «Λευτεριά ή Θάνατος!» στον ήλιο της ημέρας
Χύνονται βόλια αστραφτερά, μπαρούτι με οκάδες.
Τα΄Ακροκεραύνια δέχτηκαν βολίδες του πολέμου!
Κλάψε Χιμάρα με καημό, χαιρέτα Γιαλισκάρι
Την αγκαλιά σου άνοιξε και σφίξε με μεράκι
Πάνο Μερκούρη οπλαρχηγό, και πρώτο παλικάρι
Με τον Μπολάνο τον τρανό, τον Κρητικό, Τσολάκη.
Κλάψε Χιμάρα με καημό, χαιρέτα Γιαλισκάρι!
Κάποιες φωνές μες στη σιγή: «Ανάθεμα, κατάρα!
Με κάμες, βέλη και σπαθιά και βροντερά κανόνια
Πενήντα χρόνια μπαταριές και τετρακόσια, βάρα!
Δία, σε προσπεράσαμε στους κρότους, με συμπόνια
Για του έθνους την «Ακρόπολη», που λέγεται Χιμάρα!»
Μαντάτα, όμως θλιβερά απ΄την παγερή Ευρώπη
Που βαλαντώνουν πιο βαθιά κι απ΄του θανάτου η σφαίρα
Του αίματός μας δε μετρούν θυσίες κι ούτε κόποι
Παραμιλάνε «μερικοί» από τις όχθες πέρα….
Μαντάτα θλιβερότατα στην παγερή Ευρώπη!

Σαν τον Εγκέλαδο που γη τραντάζει με δονήσεις
Για ν΄ ανασάνει μια στιγμή , το βάρος να τινάξει
Ηφαίστειο, φλόγα που σκορπά σε φοβερές εκρήξεις
Από τα έγκατα της γης, φωτιά να ξεπετάξει
Όμοια με βιά μέγα ψυχή, λαού βαλαντωμένου
Εκρηκτικά ταρακουνά, γοργά κι αστραποβόλα
Αγέρα, ζωντανούς και γη και τάφο πεθαμένου
Ανασηκώνει, χύνεται, στους όλους και σε όλα .
Ενσαρκωμένος ζωντανός, και άλλος Σπυρομήλιος
Στην ώρα Zάνω τη στερνή, όπως θεός αρχαίος
Δεν είναι ολομόναχος, μα γίνεται πια χίλιος
Στη Χιμαριώτικη πνοή, γιγάντιος, θαρραλέος:
Αναστημένος ζωντανός, φτυστός ο Σπύρομήλιος.
«Τι κι αν οι Βάρβαροι της γης μας ρίξανε τα βάρη
Κι αν η μανούλα η ακριβή, μας άφησε στον πόνο;
Ποιος έχει φλόγα στην ψυχή, ποιος είναι παλικάρι
Για τη Χιμάρα καίγεται, για τη Χιμάρα μόνο!
Αδέρφια μου πολεμιστές, από τον ίσκιο τρέμει
Της πάλης χωρίς λογική εχθρός μες στον αγώνα
Είμαστε εμείς οι νικητές, άλλοι είν οι ηττημένοι
Φωτιά να πέσει κι ας χυθεί το γαίμα ως το γόνα!
Κι αν άρματα δεν έχουμε, με νύχια, με τσεκούρια
Θ΄ αγωνιστούμε στ΄ άνισα για την πατρίδα όλοι
Ακόμα κι αν μας κόψουνε κι Έλληνες τη φούρια
Θα το δεχτούμε με τιμή το αδελφικό το βόλι!»

Είπε και δάκρυσε ο τρανός και κλάψαν΄ όλοι οι άλλοι
Και χύθηκαν σαν χείμαρροι οι Ιεροί μας Λόχοι
Πυριόβολος απ΄ τα βουνά, ως κάτω στ΄ ακρογιάλι
Με τα πυρά τους ΄πανωτά και με την ξιφολόγχη
Καλπάζοντας περήφανα τα ελευθερώσαν όλα.
Κι άνθισε ο τόπος μονομιάς, με τα νερά τ΄αφράτα
Καθώς και πάλι σύννεφα, πλησιάσαν τη Χιμάρα…
Αστροπελέκια βροντερά και σίδερα φλογάτα
Έριξ΄ ο Δίας με οργή , στα όροι , στη αντάρα.

από Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ

του ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΙΑ

Ανάρτηση: Αλέξανδρος Γκίνος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: