27 Οκτωβρίου 2011

«Έβγα μάνα Μπίστρισσα κι αδερφή μου θάλασσα!..»του ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΙΑ

http://veliachovo.blogspot.gr/2011/10/blog-post_5342.html

ΜΠΙΣΤΡΙΣΣΑ
«Έβγα μάνα Μπίστρισσα
Κι αδερφή μου θάλασσα!..»

Ω Μπίστρισσα, αντάρτισσα του τόπου!
Θεά μου γαλανή, καμάρι πρώτο
Και μάνα δοξασμένη, θαρραλέα
Καντάδα της γαλήνης και του κρότου
Και δοξαριά της γης μου, φευγαλέα.
Ω Μπίστρισσα αντάρτισσα, τραγούδα!
Σαν οι θεοί που μένουν πάντα νέοι
Γοργόνα γέρνεις του πελάγου πλάι
Νεράιδα γαλανόλευκη που πλέει,
Σαν Αφροδίτη του Απριλομάη.
Μεθώ και αφυπνίζομαι μπροστά σου
Φιλόστοργη, να πίνω όσα θωράω
Κι όσα χωρά η διάφανη καρδιά σου:
Τους ουρανούς, τον ήλιο, τα αστέρια
Ποθώ στα πεντακάθαρα νερά σου
Τους θρύλους που σ΄ ασπάστηκαν ως ταίρια,
Παράδεισο να βρω στην αγκαλιά σου.
Κάθε πηγή σου ενώνεται στον ίσο
Σ΄ανθόκαμπους, σε κάθε περιγιάλι.
Ω Μπίστρισσα, με σένα κι αν μεθύσω
Μ΄ένα τραγούδι θα ξυπνήσω πάλι.


Πες μου πώς βγήκε το θεριό στα νώτα
Πώς χάθηκε απ΄τον ήλιο η ζωντάνια,
Πώς βούρκωσε ο Βούρκος μες στα πρώτα
Τα σύννεφα που σκότισαν ουράνια!;
Ανώνυμος, αλλά και Προμηθέας
Με τη φωτιά ενδόμυχα κρυμμένη
Πολύτροπος της φωτεινής ιδέας
Ο γέρο-αγωγιάτης, επιμένει .
Σαν Οδυσσέας, βγάζει τ΄άλογό του
«Δώρο» για το θεριό. Και τα αθράκια
Κάψανε την καρδιά, το ριζικό του
Σ΄εκδίκηση για μύρια σπιτάκια.
Στους δρόμους σαν διαβαίνουν οι διαβάτες
Με βλέμματα στραμμένα στο Σοπότι
Ρεμβάζουν δυο συστάδες πρασινάτες
Σαν γράμματα απ΄ την εποχή την πρώτη!
Το φίδι αφού γινότανε καρβούνι
Σκορπίζοντας αφρούς και βαλανίδια
Θυμήθηκε ψηλά στο Πλατυβούνι
Στερνά μια συμβουλή του γερο δράκου.
Και μπέρδεψε τη μάνα του την ίδια…
Ως βγήκε να τον σώσει μα του κάκου.


«Έβγα μάνα Μπίστρισσα
Κι αδερφή μου θάλασσα!..»
Τραγούδια ιερογλυφικά, μυστήρια
Μοιρολογάς, ω ποταμιά, με μύρια.
Στα πλάγια πλημμύρισαν τα νερά σου,
Για πάντα ρέουν. Είν΄ τα δάκρυά σου!
Όμως τα αίματα του τέρατος…χαράμια!
Δεν τα ξεπλένουν ούτε τα ποτάμια!
Αχ, άδικα ξεθύμανες στο Νότο
Να πνίξεις ό,τι βρεις μπροστά σου, πρώτο.
Σαν δίκοπη μαχαίρα ακονισμένη
Τη γη να τρως την αιματοβαμμένη.
Πλημμύρισες το παν σαν Αμαζόνα
Και έριξες μετά ένα χειμώνα.
                   
Ω Μπίστρισσα, βασίλισσα μεγάλη!
Εσύ που διέσχιζες βουνά, συστάσεις
Τα χώματα κουβάλησες και πάλι
Και μάκρυνες χωράφια και εκτάσεις.
Εσύ κυρίεψες απ΄ άκρη, σ΄ άκρη,
Στο γόνιμο το Βούρκο, στα χωριά του
Εσύ που ένιωσες αγρότη δάκρυ,
Στον κάμπο τον πλατύ σαν η καρδιά του
Που σε αγάπησε, ω ποταμιά μου!
Χαμάλισσα, αιωνόβια του Ηπειρώτη,
Κουβάλησες ψυχές σαν κόκκους άμμου,
Σαν τον Αχέροντα τον Καλεσσιώτη;
Στην Κόλασή σου, βήμα αν πατούσα,
Ως Οδυσσεύς στον Άδη θαρραλέα
Με το στερνό σταθμό τη θεία γη του,
Θα μ΄απαντούσες σαν τον Αχιλλέα,
Που δίχως όρια, όργιζε η οργή του.
Πες θα ΄σουνα εσύ γενέτειρά του,
Μιας και είχε τόσο μένος στην καρδιά του!

Ω μάρτυρα παμπάλαιε τραγούδα
Τον πρίγκιπα με στέμμα χρυσαφένιο
Που τον αγάπησε η Μονοβύζα
Από ένα πατρικό παραμυθένιο.
Απ΄την Ευρώπη ήταν της η ρίζα
Γαλαζοαίματη ήταν εκείνη
Περνώντας σε βουνά και βράχια γκρίζα
Μες στο Φοινίκη έφτασε να μείνει .
Πανέμορφη δεν ήταν σαν Ελένη
Να ταίριαζε με άρχοντα της Τροίας
Κορμοστασιά, δεν είχε παινεμένη,
Να μένει στη ματιά της ιστορίας.
Τη Μονοβύζα μας, βαρβαρονύφη
Σαν την οχιά με αίμα δηλητήριο
Σκεπτόταν η πρωτεύουσα - Φοινίκη
Και ράγιζε στον πόνο κάθε κτήριο .
Στο πείσμα της δαιμόνισσας εκείνης
Ράγισαν όμως κάστρα και ραχούλες,
Στις πολιτείες –πέπλα της οδύνης
Σταμάτησαν να πάλουν οι καρδούλες .
Σαν Κύκλωπας με μάτι μόνον ένα,
Που ΄ριχνε βράχια, κι έπνιγε καράβια,
Μ΄ένα μαστό κι αυτή σημαδεμένη,
Με πέτρες άνοιγε τη γη- μακάβρια!

Στις γούρνες ενταφιάστηκαν χιλιάδες
Και πνίγηκαν στο αίμα σαν κοπάδια
Αλλά και πάλι μείνανε μανάδες
Για αντίσταση να κάνουν παλικάρια .

«Στη Βράνια και στη Ρίπεση
Κούκος να μη λαλήσει,
Σκοτώσανε το Ιούλιο,
Το γιο της Μονοβύζας».
Ήρθε στρατός και πάλι με κοντάρια,
Με μένος κι αγριότητα περίσσια
Όμως δεν ρίχτηκαν καλά τα ζάρια
Στη μάχες που μετριούνται παλικάρια
Με λύσσα ξεχυθήκαν και μελίσσια.
Ροβόλησαν με πόνο, στα λαγκάδια,
Στρατιώτες σαν παιδάκια χαϊδεμένα
Σκορπίστηκαν σαν κλέφτες μες, τα βράδια
Σαν όρνια πλαδαρά, ξεμουτεμένα.
Το γάλα της ραντίζει η Μονοβύζα
Δηλητηριάζοντας κάθε γωνία
Μα είχες Μπίστρισσά μου τόση γλύκα,
Που ανάθρεψες και πάλι τα τοπία.
Θυμάσαι όταν σου ήρθε ο Αινείας,
Από την Τροία του, τη ρημαγμένη;
Κι ο Έλενος, με δέος κι αγωνία,
Καράβια προσηλώνει και προσμένει.


Σα να΄ξεραν για την ευγένειά σου,
Γονάτισαν στ΄αφράτα τα νερά σου
Και μαγεμένοι στη φιλοξενία,
Ξανάχτισαν με νόστο, νέα Τροία.
Το Βουθρωτό, το θαυμαστό, τ΄ωραίο
Στα έγκατά της το ΄κρυψε η φύση
Το φύλαξε, στη αγκαλιά της, λέω
Από βανδαλισμούς, πολέμους, μίση.
Έτσι κι εσύ μας κρύβεις στις κοιτίδες,
Κειμήλια ιερά, χιλιετηρίδες.


Σαν ύμνος εθνικός, σαν εγερτήριο,
Βροντάς φουρτουνιασμένη και εξίσου,
Λικνίζεσαι σε ήρεμο μυστήριο,
Στα όρια της αγάπης και του μίσους .
Σαν φεύγεις με ταχύτητα, θεά μου,
Και γαληνεύεις πάλι σε πεδιάδες,
Διακρίνει… μες στα κύματα η ματιά μου
Ανάμεσα σε ήρωες χιλιάδες
Τον Πύρρο μας, που΄ χε αίμα τ΄ Αχιλλέα
Και Ηρακλή είχ΄ αίμα αναμιγμένο
Που ήπιε νερό από σένα, ω ωραία!
Θυμήσου το παιδί σου, το καημένο !
Στη Ρώμη καλεσμένος θα νικήσει,
Στη Γκρέκοσικελία εκεί στη Δύση
Πες μέθυσε κι αυτός απ΄τα νερά σου
Και πάει για περιπέτειες μακριά σου.

Ω Μπίστρισσα, ω ιερό μου δάκρυ!
Μην κλαίς για τη σκλαβιά μας, τους χειμώνες,
Για αίματα που βάψανε κάθε άκρη,
Για έκλειψη του ήλιου στους αιώνες.
« Δέλβινο και Τσαμουριά
δεν τα δίνουν τα παιδιά
για νιζάμ του βασιλιά
του σουλτάν΄ του κερατά».
Στη θάλασσα να εκβάλεις τα μαρτύρια,
Μαζί με τα νερά σου, ποταμιά μου
Εκείνη αντέχει ντέρτια και μυστήρια
Και βάσανα πολλά σαν κόκκους άμμου!
Σαν ένιωσες τη δύνη του αγρότη,
Δίψα και πυρκαγιές του Αλωνάρη,
Φωτιά της ανταρτιάς άναψες Zρώτη,

Ω Μπίστρισσα, της λευτεριάς καμάρι !
Καθώς ορμάς σ΄οβύρες, οδοφράχτες,
Το Θύμιο να θυμάσαι που παγίδες,
Ξεπέρναγε με ορμή και καταρράκτες,
Και κέρναγε στους άπιστους οβίδες .


Το Θύμιο να τιμάς, σαν το καμάρι
Ως γέννησες κι ανάθρεψες -αστέρι
Μα πώς, με τέτοιο μέγα -παλικάρι
Η μοίρα να σε κόβει με μαχαίρι;
Ω Μπίστρισσα, αντάρτισσα του Νότου!
Και του Βορρά θεόνυφη μεγάλη
Παρέμεινες στο νου του στρατοκόπου
με σύννεφα καπνού κι αίματα, ζάλη.
Ανοίχτηκαν βουνοπλαγιές για σένα
Να παρελάσεις, ω παραμυθένια!
Σπιθοβολά το γαλανό σου μάτι,
Φωτίζοντάς μας κάθε μονοπάτι .
Καταμεσής ως άξονας της γης μας,
Ανάθρεψες τα πάντα σαν μεδούλι,
Προχώρησες και μπήκες στην ψυχή μας,
Στις φλέβες, σαν τη θέρμη του Ιούλη .
Και σαν γλιστρούσες ήρεμα με τάξη
Μ΄ αδιαφορία, καταφρόνια χάμω,
Τρεμόσβησες…σιγά, έχεις αράξει,
Βυθίστηκες μετά σ΄ άπειρη άμμο .
Μα εκείνοι που σε ήπιανε σου μοιάζουν
Γίναν΄ αντάρτες, κόντρα του ανέμου.
Ω ονειροπλασμένη, ποταμιά μου
Γαλανομάτα ζηλευτή της Αίμου!
Σε βλέπω να τους παίρνεις στην παλάμη
Να τρέπονται κι εκείνoι σε ποτάμι…

  

Σηκώνεσαι σα να ΄σουν υπνοβάτης,
Γυρίζοντάς μας ξαφνικά τους ώμους,
Μας φεύγεις σαν ανήσυχος διαβάτης
Και στο λαιμό μας δένεις χίλιους κόμZους.
Μας φεύγεις μες στη νύχτα στα σκοτάδια,
Και ξεπερνάς τα σύνορα, τα όρια,
Ξεκόβεσαι χαράματα και βράδια,
Και μένεις μόνη μακριά μας, χώρια.
Την πρώτη σου την κοίτη εγκαταλείπεις,
Λημέρια λεβεντιάς, φωτιές, ρουμάνια,
Το αύριο μελετάς στη σκιά της λύπης.
Ξεχνάς και τη δική σου υπερηφάνεια.
Όμως η όμορφη πηγή σου μένει,
Δυο θάλασσες με πάθος να γεμίσει :
Ιόνιο και Ζωή –ως πεπρωμένη,
Αρχαία εντολή - Βορρά και Δύση.
Φωτιά που φεγγοβόλησε σ΄αγώνες,
Σ΄ αιματηρά μαρτύρια, αγώνα κόπου,
Για πάντα θε να μείνεις στους αιώνες,
Ω Μπίστρισσα αντάρτισσα του τόπου!

από Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ

Του ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΙΑ

Ανάρτηση: Αλέξανδρος Γκίνος

Διαβάστε επίσης...
ΠΟΙΗΜΑ:ΑΝΘΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΡΟΒΙΑΝΗ !!!του ΚΩΣΤΑ ΝΟΥΣΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: