15 Οκτωβρίου 2010

Ο ΞΕΝΙΤΕΥΤΗΣ

Ο Λουκάς εδώ και δέκα μήνες συνεργάζεται επαγγελματικά με την "ΑΠΕΙΡΟ" στο πλαίσιο του προγράμματος "ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ". Εδώ και τόσο καιρό ασχολείται με τις μεταγραφές και τη συστηματοποίηση των υλικών του Αρχείου Πολυφωνικού Τραγουδιού. Κάθε μέρα ταχυδρομεί ηλεκτρονικά τους καρπούς της εργασίας του. Κι όταν σε ένα τέτοιο email προτρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα ένα τραγούδι δεν μπορούμε παρά να μεταφέρουμε την ίδια σύσταση και στους άλλους διαδικτυακούς συνταξιδιώτες. Για να δούμε:

Ο ΞΕΝΙΤΕΥΤΗΣ

Τώρα είναι Μάης κι άνοιξη, τώρα είν’ το καλοκαίρι,
τώρα κ’ η γης στολίζεται στ’ ανθί και στο λουλούδι,
τώρα κι ο Κώστας βούλεται στην ξενιτιά να πάει.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια.
Κ’ η Κώσταινα, που τόφεγγε με πράσινη λαμπάδα,
τούλεγε με παράπονο, με μάτια δακρυσμένα:’
- Εσύ μου φέγγεις, Κώστα μου, κι εμένα που μ’ αφήνεις;
- Σ’ αφήνω εδώ στη μάνα μου κι εδώ στην αδερφή μου,
κι εδώ στην αξαδέρφη μου, την αρραβωνισμένη.
- Φωτιά να φάει τη μάνα σου, φλόγα την αδερφή σου
κι αυτήν την εξαδέρφη σου πανούκλα να θερίσει.
Σαν έφυγεν ο Κωσταντής, την Κώσταινα χωρίζουν,
της δίνουν πέντε πρόβατα, της δίνουν πέντε γίδια,
κ’ η πεθερά η ατίχριστη τη διώχνει και της λέει:
- Εκεί ψηλά στο βέρβερο, μην πας και τα βοσκήσεις
και κει στα πεύκα τα ψηλά μην πας και τα σταλίσεις,
κι εκεί στην ακροποταμιά μην πας και τα ποτίσεις.
Και κείνη πήρε ανάποδα της πεθεράς τα λόγια,
στο βέρβερο τα βόσκησε, τα στάλισε στα πεύκα
και μεσ’ στην ακροποταμιά τα πότισε η καημένη,
και χίλιασαν και μίλιασαν και γιόμισαν οι κάμποι
κ’ η Κώσταινα τα φύλαγε στα όρη και στους κάμπους,
κι έβαλεν άξιος πιστικούς και τ’ ακριβοβοσκούνε.
Πέρασαν χρόνια, πέρασαν ως δέκα πέντε χρόνια,
κι ο Κωσταντής εδιάβηκε στον κάμπο καβαλάρης:
- Καλή σου μέρα, πιστικέ. – Καλώς τον το διαβάτη.
- Τίνος είναι τα πρόβατα; Τίνος είναι τα γίδια,
και τίνος τα μαντρόσκυλα που μοιάζουν σα χαρόνια;
- Της αστραπής και της βροντής, του Κώστα του χαμένου.
- Πες μου, να ζήσεις, πιστικέ, κ’ η Κώσταινα που να ’ναι;
- Πέρα στη ράχη την ψηλή, που ’ναι ένας μαύρος πύργος.
Κ’ η Κώσταινα η μορφονιά, του Κωσταντή η γυναίκα
τα άρματά του μάλωνε και τα πικρολογούσε:
- Του Κωσταντή μου άρματα, περήφανα, ασημένια,
ας μπόργα να σας φόραγα στη λυγερή μου μέση,
να πήγαινα να σκότωνα του Κωσταντή τη μάνα,
απόστειλε τον Κωσταντή στα έρημα τα ξένα,
για να χαθεί στην ξενιτιά, κι εμένα να μ’ αφήσει.
Βιτσιά βαρεί το μαύρο του, στη μάνα του και πάει,
κι από κοντά τη χαιρετά, ωσάν παιδί της που ήταν:
- Καλή σου μέρα, μάνα μου. Καλώς το το παιδί μου.
- Μάνα μου, που ’ναι η Κώσταινα, η δόλια μου η γυναίκα;
- Εκείνη, για μου, απέθανε εδώ και τόσα χρόνια.
- Για δείξε μου το μνήμα της, να πάω να τήνε κλάψω,
να κάψω δενδρολίβανο για το μνημόσυνο της.
- Εκείνο, γιε μου, χορτάριασε, κανένας δεν το ξέρει.
-Κι αν είναι, μάνα, ζωντανή, τι θέλεις να σου κάνω;
- Αν είναι, γιε μου ζωντανή, κόψε μου το κεφάλι.
Βιτσιά βαρεί στο μαύρο του, στον κάμπο κατεβαίνει
κι ανάμεσα στους πιστικούς την Κώσταινα του βρίσκει,
κ’ η Κώσταινα τον γνώρισεν από τη λεβεντιά του
και διάταξε τους πιστικούς, που στέκονταν μπροστά της:
- Σφάξτε δέκα πέντε αρνιά και δώδεκα κριάρια,
φέρτε μας και γλυκό κρασί από το μοναστήρι.
Αυτός εδώ ειν’ ο Κωσταντής, ο άντρας μου ο χαμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: