του Νίκου Υφαντή
Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, στις ταξιδιωτικές εκδρομές που πραγματοποίησε στις Νέες Χώρες, που μόλις είχαν απελευθερωθεί από τους Τούρκους, συμπεριέλαβε και το Αργυρόκαστρο με την περιοχή του. Από το Δέλβινο έφτασε, ακολουθώντας τον δρόμο από Ελευθεροχώρι, Βλαχογορατζή και Λαζαράδες, στο Αργυρόκαστρο, πόλη της Δρυϊνούπολης.
Για την ίδρυση της πόλης, μας πληροφορεί, ότι δεν υπάρχουν σαφείς ιστορικές πληροφορίες. Κατά την παράδοση που επικρατεί στην περιοχή, χτίστηκε από την Αργυρώ, Βυζαντινή αρχόντισσα, γι’ αυτό και ονομάστηκε Αργυρόκαστρο (Κάστρο της Αργύρως). Παλιότερα υπήρχαν οι Αργυρίνοι, λαός ηπειρωτικός, που κατοικούσαν γύρω από το Αργυρόκαστρο. Ίσως να υπήρχε και ομώνυμη πόλη την οποία οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Αργυρίνη ή Αργυροπολίχνη. Γεγονός είναι ότι η πόλη ιδρύθηκε κατά την αρχαία εποχή.
Στην ιστορία το Αργυρόκαστρο μνημονεύεται κατά τα νεότερα χρόνια από τον 14ο αι. και εξής. «Κείται», γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης, «δ’ επί χαριεστάτης θέσεως παρά τας παρωρείας ομωνύμου όρους διά 3 χαραδρών, χωριζομένου εις τρεις λόφους και εις ο όρος τινές αποδίδουσι το όνομα των Κεραυνίων ορέων, άπερ απέχουσι πολύ προς Δ. και είναι κοινώς γνωστά «Βουνά της Χειμάρας», άπερ εκτείνονται παρά το Ιόνιον Πέλαγος. Άλλοι θεωρούσιν ότι εν Αργυροκάστρω έκειτο η πόλις Εκατόμπεδον (κατά Πτολεμαίον). Και ο Αλή Πασάς καταλαβών την πόλιν ωχύρωσεν αυτήν ορμώμενος εκ του προς τα ΒΑ αυτού κειμένου λόφου Γκιπάνα, εφ’ ου εισέτι σώζονται και τα ερείπια φρουρίου».
Το Αργυρόκαστρο υπήρξε έδρα διοικήσεως με τις εξής υποδιοικήσεις: Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Χειμάρας (Χίμαιρας), Πωγωνιανής, Φιλιατών, Πρεμετής και Τεπελενίου (Αντιγόνειας) και υπαγόταν στο Βιλαέτι Ιωαννίνων. Υπήρξε επίσης έδρα του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως (Δρινοπόλεως, Αδριανουπόλεως, Ιουστινιανουπόλεως, κατά τον Προκόπιο, «Περί Κτισμάτων 4, 1, 4»). Το 1913 περιελάμβανε 56 χωριά με 50.000 κατοίκους. Από τα 56 χωριά μόνο 4 κατοικούνταν από μωαμεθανούς: Το Λιμπόχοβο, η Νεπράβιστα, οι Λαζαράτες και η Χρυσόδουλη. Όλα τα υπόλοιπα χωριά ήταν χριστιανικά.
«Οι κάτοικοι», κατά τον Τρύφ. Ευαγγελίδη, «εν γένει είναι νοήμονες, φίλεργοι και φειδωλοί, εφαρμόζοντες μετά συνέσεως πρακτικής το πνεύμα του συνεταιρισμού ου μόνον εις τας εμπορικάς επιχειρήσεις, αλλά και εν αυτή τη πατριαρχική διοικήσει των εαυτών οίκων, συζώντες αρμονικώς μετά αδελφών και εξαδέλφων ενίοτε και μετά θάνατον των γονέων, αναθέτοντες εις ένα την διεύθυνσιν των υποθέσεων και συμφερόντων των. Είναι ευκατάστατοι, ιδίως οι Αλβανοί προύχοντες. Πλείστοι των Αργυροκαστριτών αγάδων ιδίως ως και των χριστιανών προυχόντων, κέκτηνται αξιόλογα πάγια εξ αγροτικών κτημάτων εισοδήματα τόσον κατά την πεδιάδα της Δρυϊνουπόλεως, όσον και εν Δελβίνω, Βουθρωτό, Λούρω, Πωγωνιανή και εν τη εριβώλακι Μουζακιά κατά τον Αυλώνα και αλλαχού».
Η πόλη συγκροτείται από δέκα συνοικίες: Από αυτές το Μανωλάτιο, Δουναβάτιον και το ψηλότερο, ο Παληορτός είναι μουσουλμανικές. Χριστιανικές συνοικίες είναι το Παληοπάζαρο και η πολυπληθέστερη το Βαρόσι (Βασι = φρούριο). «Εν μέσω δε αυτών προέχει μεγαλοπρεπώς επί λόφου το Βενετικόν φρούριον, επιδιορθωθέν και συμπληρωθέν υπό του Αλή Πασά δι’ αγγαρειών, διατηρούμενον καλώς και ήδη χρησιμεύον ως στρατόν και θεραπευτήριον του στρατού και ως φυλακαί της πόλεως».
Από τα τετρακόσια (400) καταστήματα που υπήρχαν στην Αγορά μόνο το 1/6 ανήκε στους Τουρκαλβανούς και 3-4 σε Εβραίους. Όλα τα άλλα ήσαν χριστιανικά, που επιδίδονταν επίσης με τις επιστήμες, τις τέχνες, το εμπόριο και την βιομηχανίαν.
Η πόλη είχε μεγάλη εμπορική κίνηση. Διέθετε δύο Βυρσοδεψεία και σε παλιότερη εποχή, πριν από το 1913, επιδίδονταν και στην μεταξοσκωληκοτροφία. Σε περίοπτη θέση στην Αγορά υπήρχε το Διοικητήριο της πόλεως, το οποίο είχε οικοδομηθεί την δεκαετία του 1890. Σ’ αυτό το Διοικητήριο ήταν συγκεντρωμένες όλες οι δημόσιες υπηρεσίες. Οι Οθωμανοί είχαν τεμένη και μικρά προκαταρκτικά τουρκικά σχολεία, ένα σε κάθε συνοικία και ένα Ρουστιέ (ελληνικό σχολείο) και ένα Ινταντιέ (Γυμνάσιο).
Σχετικά με τις εκκλησίες, τα ελληνικά σχολεία Αργυροκάστρου και την κοινή ελληνική γλώσσα για Έλληνες και Τουρκαλβανούς γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης: «Οι δε χριστιανοί έχουσι την ιεράν Μητρόπολιν εν Παληοπαζάρω, ανακαινησθησομένην επί μεγαλοπρεπούς σχεδίου δι’ εράνων, δύο ναούς, ων ο μεν του Παληοπαζάρου είναι Μητροπολιτικός και τιμάται επ’ ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο δε του Βαροσίου επ’ ονόματι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Εν τω Παληοπαζάρω υπάρχει Παρθεναγωγείον ως και Αρρεναγωγείον επτατάξιον (πλήρης Αστική Σχολή). Εις αυτά φοιτώσι περί τους 300 μαθητάς αμφοτέρων των φύλων, πολλάκις δε εφοίτων και Οθωμανόπαιδες άρρενες και θήλεις, μολονότι η αστυνομία απεδίωκεν αυτούς. Η δε καλλιέργεια των Ελληνικών γραμμάτων είναι λίαν διαδεδομένη καθ’ όλην την επαρχίαν. Δεν υπάρχει έστω και το ελάχιστον χωριό όπερ να μην έχη και το σχολείον του, πολλά δε τούτων και Παρθεναγωγείον• συντηρούνται δε τα σχολεία εκ κληροδοτημάτων ή δια συνδρομής των κατοίκων ως και δι’ εξωτερικού επιδόματος. Σημειωτέον δε ότι σπουδαίαν ώθησιν προς την πρόοδον των γραμμάτων έδωκεν ο εκ Μαδύτου καταγόμενος Δρυϊνουπόλεως και είτα Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Λουκάς Πετρίδης, ο εσχάτως αποθανών, συστήσας πολλαχού σχολεία και Παρθεναγωγεία και διορίσας διδασκαλιστάς. Γλώσσα είναι η Ελληνική την οποίαν γνωρίζουσι και οι Τούρκοι πάντες σχεδόν, ομιλούντες και γράφοντες αυτήν• πάντες δε οι τε Μουσουλμάνοι και οι Ορθόδοξοι την Ελληνικήν αποκλειστικώς μεταχειρίζονται εις την αλληλογραφίαν και τας συναλλαγάς αυτών• ικανοί δε προύχοντες Τουρκαλβανοί και ονομαστί ο εν Αγίοις Σαράντα μεγαλέμπορος Καμών Κανταρές απέστειλεν εις Κέρκυραν και εις την εμπορικήν σχολήν εις Πάτρας τα τέκνα του προς σπουδήν».
Γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης αυτό που είναι γνωστό και ομολογείται και από τους ίδιους τους μουσουλμάνους ότι οι μουσουλμάνοι του Αργυροκάστρου είναι αρνησίθρησκοι χριστιανοί, «και απόδειξις πλην άλλων είναι ότι και τώρα ακόμη φέρουσι πολλοί και προσαγορεύονται διά των χριστιανικών επωνύμων και ιδίως οι Λιάπηδες της επαρχίας ταύτης π.χ. Γαϊτάζ Νικόλας, Σέιντο Βασίλης, Χαλήλ Μηνάς, Ρετζέπ Ντίνος (Κωνσταντίνος) μέχρι δε προ 30-35 ετών διετήρουν κατά τους γάμους και τας κηδείας, τας συγγενικάς σχέσεις προς τους οικείους χριστιανούς, επισκεπτόμενοι αυτούς δι’ εσφαγμένων ή μη κριών και άλλων κατά τα έθιμα του τόπου κανισκίων (προσφορών) και οι παλαιότεροι μάλιστα Τουρκαλβανοί, ίσως διότι είχον την συνείδησιν της καταγωγής των ταύτης».
Σχετικά με τα σχολεία που υπήρχαν στο Αργυρόκαστρο και πριν από το 1913 και για τους διακριθέντες και διαπρέψαντες Αργυροκαστρίτες γράφει τα εξής ο Τρύφ. Ευαγγελίδης: «Σχολεία εν Αργυροκάστρω, κατά Μ. Παρανίκαν (Σχεδίασμα σ. 77), υπήρχον από του τέλους του ΙΗ’ αιώνος (προ της περιοδείας του Αιτωλού 1779) ότε ο φιλογενής Επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Δοσίθεος ο Μετσοβίτης ίδρυσε σχολείον (άγνωστον αν υπήρχε πρότερον) ου προέστη ο αδελφός αυτού Κωσταντίνος, είτα ο εκ Βιθυκουκίου Ευστράτιος μέχρι της υπό του Αλή Πασά καταστροφής. Αλλ’ ανιδρυθείσα και αύθις, διετηρήθη μέχρις ημών (Π. Αραβαντινού, Χρονογραφία Ηπείρου Β’ 282). Εξ Αργυροκάστρου είλκε την καταγωγήν του και ο μέγιστος των διπλωματών του ΙΘ’ αιώνος Ιωάννης Καποδίστριας ο Κερκυραίος, ο είτα Κυβερνήτης της Ελλάδος (1828-31) και ο Αλέξανδρος Βασιλείου εν Τεργέστη πρόξενος της Τουρκίας τω 1800 προς ον συχνήν αλληλογραφίαν είχεν ο σοφός της Χίου Αδαμάντιος Κοραής (ιδέ επιστολάς αυτού εκδ. Δαμαλά) και ο Μιχαήλ Βασιλείου πανίσχυρος τότε εν Βυζαντίω, ο συντάκτης της ελληνολατινικής γραμματικής Γεώργιος Δημητρίου και πολλοί άλλοι λόγιοι, ως αναγράφει ο Σάθας και ο Βρετός (Νεοελλ. Φιλολογία)».
Στη Γέρμα, γραφικό χωριό, υπήρχε τεκές «δυσπροπέλαστος, παρ’ ον οι κάτοικοι μεταβαίνοντες ενω χούνται πανέστιοι». Πριν από το Αργυρόκαστρο στους πρόποδες οροσειράς βρίσκονται τα χωριά της Πάνω και Κάτω Δερόπολης «οικούμενα υπό ακραιφνεστάτων Ελλήνων».
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΗΓΗ:Βορειοηπειρώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου